Η ιστορία της Γερμανίας πρέπει να λειτουργεί ως υπενθύμιση προς τους Ευρωπαίους συντηρητικούς, οι οποίοι σήμερα καλούνται να ισορροπήσουν μεταξύ της πολιτικής συγγένειας με την άκρα δεξιά και του αποκλεισμού της από την εξουσία, δηλώνει ο Μάνφρεντ Βέμπερ.
Σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Politico, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος τόνισε ότι η παράταξη διαθέτει ισχυρή εντολή να εφαρμόσει δεξιές πολιτικές, όμως πρέπει να το κάνει χωρίς να επαναλάβει τα ιστορικά σφάλματα της δεκαετίας του 1930, όταν οι Γερμανοί συντηρητικοί επέτρεψαν στον Αδόλφο Χίτλερ να αναρριχηθεί στην εξουσία.
«Έχοντας κατά νου τη γερμανική ιστορία με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και το ναζιστικό καθεστώς, το πραγματικό ιστορικό λάθος ήταν η παραχώρηση εκτελεστικής εξουσίας σε ακραίους δεξιούς πολιτικούς. Αυτό είναι για εμάς η κόκκινη γραμμή», δήλωσε ο Βέμπερ.
Ωστόσο, όπως αναγνωρίζει, το ΕΛΚ βρίσκεται σε μια λεπτή ισορροπία: ενώ δεν διαπραγματεύεται απευθείας με την άκρα δεξιά, στηρίζεται συχνά στις ψήφους της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προώθηση πολιτικών, κυρίως στους τομείς της μετανάστευσης και της απορρύθμισης ― ζητήματα που το κόμμα θεωρεί πως καθόρισαν τις εκλογικές του επιτυχίες.
«Θα προτιμούσα μια διαφορετική κατάσταση στο Ευρωκοινοβούλιο», ανέφερε. «Αλλά αυτοί είναι εδώ, έχουν ψήφο… και το ΕΛΚ έχει μια αρχή: να τηρεί τις δεσμεύσεις του».
Παρά τη «γραμμή» του Βέμπερ, το ΕΛΚ και ο ίδιος προσωπικά έχουν δεχθεί επικρίσεις από Σοσιαλιστές, Φιλελεύθερους και Πράσινους ότι γέρνουν προς τα δεξιά μετά τις ευρωεκλογές του 2024, τόσο σε ρητορικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Οι επικριτές τους καταγγέλλουν ότι συμπορεύονται με ακραίες πολιτικές δυνάμεις, όπως η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και το κόμμα της «Αδέλφια της Ιταλίας», το οποίο ο Βέμπερ θεωρεί αρκετά μετριοπαθές ώστε να υπάρξει συνεργασία στο πλαίσιο της λεγόμενης «πλειοψηφίας της Βενεζουέλας».
Δεξιές λύσεις στην ευρωπαϊκή ατζέντα
Το ΕΛΚ φιλοξενεί ηγετικές φυσιογνωμίες, όπως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς και ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ. Μετά τις ευρωεκλογές του 2024, το κόμμα διατηρεί τον έλεγχο σε όλα τα κύρια θεσμικά όργανα της ΕΕ ― Επιτροπή, Κοινοβούλιο και Συμβούλιο.
Ο Βέμπερ, μέλος της Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης, υπογράμμισε ότι τα αποτελέσματα των εκλογών επιβεβαιώνουν την ανάγκη για «δεξιές απαντήσεις» στα προβλήματα των πολιτών και σηματοδοτούν το τέλος της κεντροαριστερής κυριαρχίας στις Βρυξέλλες.
Ιδανικό του σενάριο είναι η συνεργασία με κεντρώα κόμματα για τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης δεξιάς στροφής. Ωστόσο, ξεκαθαρίζει πως σε θεμελιώδη ζητήματα όπως η άμυνα, η εξωτερική πολιτική και ο προϋπολογισμός «δεν υπάρχει δυνατότητα να επιτευχθεί πρόοδος μαζί με την άκρα δεξιά».
Ενόψει των εκλογών του 2024, το ΕΛΚ υιοθέτησε θέματα που πρόβαλαν οι λαϊκιστές και τα ενσωμάτωσε στην ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτή είναι, κατά τον Βέμπερ, η στρατηγική για να αποτραπεί η ενίσχυση των εξτρεμιστών.
«Πολεμάμε την άκρα δεξιά… αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν αλλάξουμε πολιτική και απαντήσουμε σε όσα μας ζητά ο κόσμος», είπε. «Οι άλλοι απλώς μιλούν γι’ αυτό, εμείς το πράττουμε».
Ενδεικτικά, στο ζήτημα της μετανάστευσης, το ΕΛΚ έχει δεσμευτεί για αυξημένες απελάσεις και ενίσχυση των συνόρων, ενώ επιδιώκει την απορρύθμιση της πράσινης νομοθεσίας. Συχνά στηρίζεται στις ψήφους της άκρας δεξιάς για να περάσει τέτοιες πολιτικές, όπως η εξασθένιση νομοσχεδίου για την αποψίλωση των δασών ή η υποβάθμιση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου δεοντολογίας.
Παρά τις δεσμεύσεις του Βέμπερ, κάποιες εθνικές παρατάξεις του ΕΛΚ τραβούν δική τους γραμμή: στην Ισπανία, για παράδειγμα, το Λαϊκό Κόμμα έχει ήδη συγκυβερνήσει με το ακροδεξιό Vox σε αρκετές περιοχές. «Δεν υπάρχει πλέον πλειοψηφία αριστερών και φιλελεύθερων. Αυτό πρέπει να αποτυπωθεί και στην πολιτική. Τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν μετά που 180 εκατομμύρια πολίτες ψήφισαν», δήλωσε. «Γι’ αυτό για μένα είναι καθοριστικό να κυριαρχεί πλέον η δική μας ατζέντα στην Ευρώπη».