Σημαντικές αδυναμίες στην αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ). Η έκθεση αποκαλύπτει προβλήματα με τις επιδόσεις, τη λογοδοσία και τη διαχείριση των χρημάτων, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την επιτυχία του προγράμματος και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η έκθεση του ΕΕΣ με τίτλο «Προσανατολισμός στις επιδόσεις, λογοδοσία και διαφάνεια – άντληση διδαγμάτων από τις αδυναμίες του ΜΑΑ», δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία σχετικά με την αποτελεσματικότητα του πιο φιλόδοξου οικονομικού προγράμματος στην ιστορία της Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι ο ΜΑΑ, ύψους 650 δισεκατομμυρίων ευρώ, αναγνωρίστηκε ως κεντρικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, οι αδυναμίες που αποκαλύπτονται μέσω των ελέγχων του ΕΕΣ προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για την αποδοτικότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία του.
Η έκθεση εστιάζει στην έλλειψη συνδεσιμότητας μεταξύ της χρηματοδότησης και των πραγματικών επιδόσεων των χωρών της ΕΕ. Παρά τις πληρωμές που γίνονται με βάση την επίτευξη στόχων και ορόσημων, το ΕΕΣ σημειώνει ότι οι πληρωμές αυτές συχνά δεν αντανακλούν τα πραγματικά αποτελέσματα. Αντί για έναν πραγματικά αποδοτικό μηχανισμό, ο ΜΑΑ επικεντρώνεται στην πρόοδο της υλοποίησης των μέτρων, όπως η κατασκευή κτιρίων ή η αναβάθμιση υποδομών, χωρίς να μετράται επαρκώς αν αυτή η πρόοδος οδηγεί σε ουσιαστικά αποτελέσματα ή εάν τα χρήματα των φορολογουμένων επενδύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η έλλειψη διαφάνειας και πληροφόρησης για το πραγματικό κόστος των έργων εντείνει τη δυσπιστία. Σύμφωνα με την Ivana Maletić, μέλος του ΕΕΣ, η έλλειψη στοιχείων σχετικά με τα έξοδα και τους τελικούς αποδέκτες των κονδυλίων καθιστά αδύνατη την αξιολόγηση του τι ακριβώς κέρδισαν οι πολίτες από τις επενδύσεις αυτές. Αν και οι χώρες πρέπει να επιτύχουν προκαθορισμένα ορόσημα για να λάβουν τη χρηματοδότηση, η απουσία στοιχείων για τα πραγματικά αποτελέσματα σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο συμπέρασμα για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική όταν εξετάζουμε την αποδοτικότητα των ελέγχων και των μηχανισμών λογοδοσίας. Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, ο ΕΕΣ επισημαίνει ότι οι δικλείδες ασφαλείας του ΜΑΑ δεν είναι επαρκείς για να προστατεύσουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Η Επιτροπή εξαρτάται από τα εθνικά συστήματα για την αποτροπή και διόρθωση των παρατυπιών, αλλά οι έλεγχοι σε πολλά κράτη μέλη είναι ανεπαρκείς, θέτοντας σε κίνδυνο την καλή χρήση των κονδυλίων. Επιπλέον, η ΕΕ δεν έχει την εξουσία να επιβάλει διορθώσεις ή να ανακτήσει κονδύλια σε περιπτώσεις παρατυπιών, παρά μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις απάτης.
Τα προβλήματα δεν περιορίζονται μόνο στη διαχείριση των πόρων, αλλά επεκτείνονται και στο μακροπρόθεσμο χρέος που δημιουργεί ο ΜΑΑ. Η χρηματοδότηση μέσω δανεισμού από τις αγορές θέτει σε κίνδυνο τα μελλοντικά δημοσιονομικά πλαίσια της ΕΕ, με το κόστος του δανεισμού να αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2026. Ειδικά όταν οι πληρωμές των δανείων ξεκινήσουν το 2028, η πίεση στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς της ΕΕ θα είναι τεράστια.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, με αυτήν την αναφορά, προειδοποιεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ΕΕ να μην εγκρίνουν ανάλογα χρηματοδοτικά προγράμματα στο μέλλον, εάν δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για το κόστος και τα αποτελέσματα. Όπως τονίζουν οι Maletić και Petrovič, η ΕΕ δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη του ΜΑΑ σε μελλοντικά προγράμματα και να διασφαλίσει ότι τα χρήματα των πολιτών θα διατίθενται με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα.
Η συζήτηση για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, το οποίο θα καθορίσει τη χρηματοδότηση της Ένωσης μετά το 2027, είναι κρίσιμη. Η ΕΕ πρέπει να διδαχθεί από τις αδυναμίες του ΜΑΑ και να αποφύγει την απλή «αντιγραφή και επικόλληση» του υπάρχοντος μοντέλου, που απέτυχε να διασφαλίσει τη μέγιστη αξιοποίηση των πόρων. Σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, η ΕΕ οφείλει να εξασφαλίσει ότι οι πόροι της θα χρησιμοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δίνοντας προτεραιότητα στην αποδοτικότητα και τη λογοδοσία, προκειμένου να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.