Αμερικανικό δικαστήριο, αρμόδιο για θέματα διεθνούς εμπορίου, ανέστειλε την εφαρμογή των «ανταποδοτικών» τελωνειακών δασμών που είχε επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ, με ελάχιστο ύψος 10%, υποστηρίζοντας ότι τέτοιες αποφάσεις αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του Κογκρέσου.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο πρόεδρος δεν μπορεί να επικαλείται τον νόμο του 1977 για οικονομική έκτακτη ανάγκη (IEEPA) ώστε να επιβάλει μαζικούς και απεριόριστους δασμούς μέσω εκτελεστικών διαταγμάτων. Οι δικαστές έκριναν ότι τα μέτρα της 2ας Απριλίου –που αφορούσαν σχεδόν όλες τις εισαγωγές με δασμούς έως και 50%– υπερέβαιναν τις εξουσίες του προέδρου.
Σε γνωμοδότηση που συνοδεύει την απόφαση, υπογραμμίζεται πως η απόδοση τέτοιας εξουσίας στον πρόεδρο ουσιαστικά ακυρώνει τον ρόλο του Κογκρέσου, κάτι που αντίκειται στο Σύνταγμα.
Ο Λευκός Οίκος αντέδρασε έντονα, καταγγέλλοντας «μη εκλεγμένους δικαστές» που, όπως ισχυρίστηκε ο εκπρόσωπος Κους Ντεσάι, δεν έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν σε αποφάσεις εθνικής ανάγκης. Παράλληλα, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε πως άσκησε έφεση.
Τι συνεπάγεται η δικαστική απόφαση που ανέστειλε τους δασμούς
Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει ένα κύμα προσφυγών – σχεδόν 250 – σχετικά με προεδρικά διατάγματα που έχει εκδώσει, αριθμός σημαντικά αυξημένος σε σύγκριση με την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του.
Μία από τις πιο ηχηρές εξελίξεις αφορά την ακύρωση της εφαρμογής των επιπλέον τελωνειακών επιβαρύνσεων 10%, τις οποίες είχε επιβάλει βάσει του νόμου του 1977 για την οικονομική έκτακτη ανάγκη. Το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου (ITC) έκρινε ότι με αυτή την ενέργεια υπερέβη τα συνταγματικά του καθήκοντα.
Οι συγκεκριμένοι δασμοί είχαν προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο, επιδρώντας στις παγκόσμιες αγορές και δημιουργώντας κίνδυνο για ύφεση και πληθωρισμό εντός και εκτός ΗΠΑ.
Ποιοι δασμοί τέθηκαν εκτός ισχύος
Το δικαστήριο ανέστειλε την εφαρμογή των δασμών που θεσπίστηκαν με τα διατάγματα της 2ας Απριλίου, τα οποία προέβλεπαν επιβαρύνσεις τουλάχιστον 10% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα και έως 50% για συγκεκριμένες χώρες. Αν και η κυβέρνηση Τραμπ είχε αναστείλει προσωρινά μέρος αυτών για 90 ημέρες, οι βασικές επιβαρύνσεις παρέμειναν ενεργές, βασιζόμενες σε εξουσίες που επιτρέπουν παράκαμψη του Κογκρέσου μέσω κήρυξης οικονομικής κρίσης.
Οι εξαιρέσεις της απόφασης
Η δικαστική απόφαση δεν αγγίζει όλους τους δασμούς της κυβέρνησης Τραμπ. Παραμένουν σε ισχύ οι επιβαρύνσεις για προϊόντα όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα, οι οποίες βασίστηκαν σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης και η απόρριψή του
Η διοίκηση Τραμπ στήριξε τη νομιμότητα των πράξεών της σε προηγούμενο απόφαση του 1971, κατά την οποία ο πρόεδρος Νίξον είχε επιβάλει δασμούς σε περίοδο νομισματικής αστάθειας. Όμως, το δικαστήριο έκρινε ότι το νομικό πλαίσιο του IEEPA δεν δικαιολογεί τη μαζική και παγκόσμια εφαρμογή δασμών, όπως επιχειρήθηκε.
Επιπλέον, η επιχειρηματολογία των πολιτειών που προσέφυγαν ανέφερε ότι τα χρόνια ελλείμματα στο εμπόριο δεν συνιστούν από μόνα τους κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το δικαστήριο έκρινε πως δεν υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ της αιτίας και των μέτρων που ελήφθησαν.
Οι πιθανές επιπτώσεις
Η απόφαση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει σε βάθος τις διεθνείς διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ. Όπως σημειώνει η Γουέντι Κάτλερ, η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να οδηγήσει τους εταίρους να παγώσουν τις παραχωρήσεις τους έως ότου υπάρξει σαφές νομικό πλαίσιο.
Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες, επιταχύνοντας πιθανώς τις αποστολές προς ΗΠΑ προκειμένου να προλάβουν μελλοντική επαναφορά των δασμών, αν η απόφαση ανατραπεί μετά από έφεση.
Τι ακολουθεί
Το δικαστήριο έδωσε περιθώριο 10 ημερών στον Λευκό Οίκο για να οργανώσει την αναστολή των μέτρων. Παράλληλα, η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη καταθέσει έφεση, κάτι που σημαίνει ότι η υπόθεση μπορεί να φτάσει έως και το Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε περίπτωση επικύρωσης της απόφασης, οι επιχειρήσεις που κατέβαλαν δασμούς ενδέχεται να αποζημιωθούν με τόκους.
Πάντως, στο ενδιάμεσο διάστημα επικρατεί αβεβαιότητα, καθώς οι τελωνειακές αρχές καλούνται να διαχειριστούν τις νέες συνθήκες. Οι αντιδράσεις των αγορών υπήρξαν άμεσες: οι δείκτες S&P 500 και Nasdaq κινήθηκαν ανοδικά, όπως και οι τιμές του πετρελαίου. Ομοίως, θετικά κινήθηκαν και οι ασιατικές αγορές.