Επίπτωση στις αγορές αρχίζουν να έχουν οι παράλληλες και αλληλεπικαλυπτόμενες οικονομικές και γεωπολιτικές κρίσεις, οι οποίες ωστόσο αποτελούν εκφάνσεις μεγαλύτερων σεναρίων και έχουν αίσθηση μαχών οπισθοφυλακής, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να ανατρέψει επιθετικά το διεθνές status quo, προκαλώντας αναταραχές, εκρήξεις και απειλώντας με εκτροχιασμό της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι αγορές, στο ίδιο χρονικό διάστημα βιώνουν απίστευτη ευφορία, κυρίως λόγω του φθηνού χρήματος και κεκτημένης ταχύτητας, μια πιο προσεκτική παρατήρηση όμως, κάνει το μακροβιότερο bull market να φαίνεται σαν τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Στις φλόγες έχει τυλιχθεί η Νότια Αμερική καθώς η κατάρρευση της Αργεντινής, το χάος στη Βενεζουέλα και βία στη Νικαράγουα έχουν ανακόψει οποιαδήποτε προοπτική για την ήπειρο, ενώ εντάσεις αναμένονται και στη Βραζιλία όπου στις επερχόμενες εκλογές είναι πιθανό να εκλεγεί πρόεδρος o φυλακισμένος, από τους πολιτικούς του αντιπάλους, Λούλα Ντα Σίλβα. Η νομισματική κρίση στην Τουρκία, η αδυναμία σταθεροποίησης της Λιβύης, η προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος στο Ιράν, η σύγκρουση της Ιταλίας με την ΕΕ, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-ΕΕ και ΗΠΑ-Κίνας καθώς και η επανεμφάνιση της Ρωσίας στο γεωοικονομικό σκηνικό μέσω της Ανταρκτικής και τις ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς, είναι μερικά από πλέον ενεργά μέτωπα αυτή τη στιγμή.
Η ταυτόχρονη ανάφλεξη των περιοχών αυτών, ανεβάζει κάθετα το γεωπολιτικό ρίσκο, ροκανίζει τα κεφαλαιακά αποθέματα του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος και αποδυναμώνει τις αντιστάσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο υποτροπιασμού κρίσεων.
Η αποδυνάμωση διεθνών θεσμών, όπως το G7, το G20 και η υπονόμευση του NATO από την ηγεμονική δύναμή του, σε συνδυασμό με την επαπειλούμενη επαναχάραξη συνόρων στα Βαλκάνια, η επιθετική προώθηση του νέου γεωοικονομικού δόγματος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αποσταθεροποιούν μια τεράστια γεωγραφική περιοχή, αποτελώντας τροχοπέδη για την παγκόσμια οικονομία.
Παράλληλα, το ιδιαίτερα εύφλεκτο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ, που αναγκάζει τον Ντόναλντ Τραμπ, σε βεβιασμένες, κινήσεις εξαγωγής της κρίσης για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, τροφοδοτεί αποσχιστικές τάσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες αν δεν έχουν την επίδραση που βιώνει η ΕΕ, έχουν επιπτώσεις περισσότερο οικονομικού χαρακτήρα.
Η προσπάθεια παρέμβασης του Ντόναλντ Τραμπ στη Fed, για την επιβράδυνση του κύκλου αύξησης των επιτοκίων, μπορεί να αποδίδει καρπούς, σε πρώτη φάση, καθώς ο Τζερόμ Πάουελ άλλαξε εν μια νυκτί τους αλγορίθμους πρόβλεψης για να ενσωματώσει τις “ανησυχίες της κυβέρνησης”, επιτυγχάνοντας έτσι την ανακοπή της ανοδικής κούρσας του δολαρίου, μεσομακροπρόθεσμα όμως αποτελεί πλήγμα για την αξιοπιστία της Fed, το οποίο θα αποκαλυφθεί με κρότο όταν θα κληθεί να διαχειριστεί την συνεπακόλουθη κρίση.
Η υποχώρηση της Wall Street, δεν κλείνει ακόμα τον κύκλο του μακροβιότερου στην ιστορία Bull Market, είναι όμως ενδεικτική της κόπωσης της αγοράς, η οποία με το συνδυασμό της αύξησης του κόστους του χρήματος στις ΗΠΑ και της προσδοκώμενης απεμπλοκής της EKT από το QE και την αύξηση του αμερικανικού Δημόσιου χρέους, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε ακραίες διακυμάνσεις και βίαιη εξαέρωση των αγορών.
Η Πομπηία ήταν πόλη ανθηρή, με πληθυσμό 20.000-30.000 κατοίκους. Το 62 μ.Χ. έγινε ένας σφοδρότατος σεισμός, που συντάραξε την ωραία και πλούσια αυτή πόλη. Αλλά ο σεισμός αυτός δεν ήταν παρά το προμήνυμα για την ολοσχερή καταστροφή της. Πράγματι λίγα χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου του 79 μ.Χ., μετά από μια φοβερή έκρηξη του Βεζούβιου, ένα τεράστιο κύμα από στάχτη έθαψε τα πάντα, μέσα σε λίγες ώρες, την εύθυμη, σπάταλη και πανέμορφη ρωμαϊκή πόλη. Στην αρχή σηκώθηκε ένα φοβερό σύννεφο από στάχτη, η οποία σκέπασε την πόλη σε ύψος ενός μέτρου. Μόλις αντιλήφθηκαν οι κάτοικοι της Πομπηίας τη θεομηνία, άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, παίρνοντας ο καθένας ό,τι μπορούσε να προφτάσει τις συνταρακτικές εκείνες στιγμές. Πολλοί όμως άλλαξαν γνώμη και ξαναγύριζαν αλλά τους έπιανε παραλυσία από τον πανικό.
Η σταδιακή ενσωμάτωση του κόστους του Trump-effect στις τιμές μετοχών και ομολόγων, το οποίο το ΔΝΤ το αποτιμά στα 450 δισ. δολάρια ετησίως, μόνο για το σκέλος του εμπορικού πολέμου, θα αποτελέσει τη σκανδάλη για την αλλαγή τάσης και κατεύθυνσης των αγορών, σηματοδοτώντας παράλληλα την κάμψη της δημοτικότητας του Ντόναλντ Τραμπ.
Από την Turk Telekom ξεκίνησε το ντόμινο στην Τουρκία
Η οικονομική κρίση στην Τουρκία επιδεινώνεται και πλέον ακουμπά τον επιχειρηματικό ιστό της χώρας, καθώς η ραγδαία υποτίμηση της λίρας κατέστησε ανέφικτη την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, οδηγώντας σε χρεοκοπία την Turk Telekom, τον έλεγχο της οποίας πήραν οι τράπεζες, ενώ οι ενεργειακές εταιρίες είναι επόμενες στη λίστα και οι τράπεζες, αν δεν ανακοπεί άμεσα το ντόμινο, θα βρεθούν επίσης σε αδυναμία εντός των επομένων μηνών.
Παρά τις δηλώσεις στήριξης από τον Γάλλο πρόεδρο Εμμάνουελ Μακρόν προς την Τουρκία και τη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών, Μπρούνο Λεμέρ με τον Τούρκο ομόλογό του, η αλυσιδωτή αντίδραση που έχει πυροδοτηθεί επ αφορμής της κρίσης με τις ΗΠΑ και της διεθνούς απομόνωσης του Ταγίπ Ερντογάν, δύσκολα μπορεί να ανακοπεί, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια.
Τα περιθώρια αυτόνομης πορείας της Τουρκίας στενεύουν, η Γαλλία, όπως και η Γερμανία δεν έχουν περιθώρια απευθείας στήριξης της Τουρκίας, ενώ το καταστατικό του ESM δεν επιτρέπει τη διάθεση κεφαλαίων εκτός ΕΕ. Η βοήθεια του Κατάρ και η ενίσχυση των συναλλαγών με Μόσχα και Ιράν, μπορούν μόνο να δημιουργήσουν μια εσωτερική μεμβράνη προστασίας της τουρκικής κοινωνίας, αγοράζοντας χρόνο για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος όμως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ ή την Παγκόσμια Τράπεζα για στήριξη, καθώς οι BRICKS έχουν κλείσει την πόρτα στο αίτημα της Άγκυρας.
Το ΔΝΤ σε crisis mode στην Αργεντινή
Παράλληλα, οι αγορές κλυδωνίζονται και από την Αργεντινή όπου το νόμισμα της χώρας επέστρεψε σε πτωτική τροχιά, παρά την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ, με αποτέλεσμα η Κριστίν Λαγκάρντ να εξετάζει την εμπροσθοβαρή εκταμίευση δόσεων, ώστε να επιβεβαιωθεί η δέσμευση του Ταμείου, να καμφθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις και να καταπραϋνθούν οι επενδυτές.
Η ανακοίνωση, που δόθηκε στη δημοσιότητα στην Ουάσιγκτον, ακολούθησε τη νέα αναταραχή στις αγορές, με το αργεντίνικο χρηματιστήριο να κλείνει με πτώση 5,11% και, κυρίως, την πτώση του πέσο. Το νόμισμα της Αργεντινής απώλεσε 6,99% της αξίας του την Τετάρτη για να κλείσει σε ισοτιμία 34,38:1 έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πτώση του νομίσματος της Αργεντινής τα τελευταία τρία χρόνια, αφότου επετράπη η ελεύθερη διακύμανσή του, τον Δεκέμβριο του 2015. Το πέσο έχει χάσει πάνω από το 45% της αξίας του έναντι του νομίσματος των ΗΠΑ φέτος, παρά τις προσπάθειες της κεντρικής τράπεζας της λατινοαμερικάνικης χώρας (BCRA) να φρενάρει την πτώση του ρευστοποιώντας αποθεματικά της και αυξάνοντας τα κατευθυντήρια επιτόκιά της από το 40% στο 45% — επίπεδο που συγκαταλέγεται στα υψηλότερα του κόσμου.
«Λαμβανομένων υπόψη των πιο αρνητικών συνθηκών της διεθνούς αγοράς, οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί πλήρως στο αρχικό πρόγραμμα της Αργεντινής, οι αρχές θα εργαστούν για να αναθεωρηθούν οι κυβερνητικοί οικονομικοί σχεδιασμοί», ανέφερε η Λαγκάρντ έπειτα από μια τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον πρόεδρο Μαουρίσιο Μάκρι. «Έδωσα οδηγίες στο προσωπικό του ΔΝΤ να συνεργαστεί με τις αρχές της Αργεντινής για να ενισχυθούν οι διευθετήσεις που υποστηρίζονται από το Ταμείο και να επανεξεταστεί το χρονοδιάγραμμα» των εκταμιεύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος, πρόσθεσε.
Η Λαγκάρντ διαβεβαίωσε ότι το ΔΝΤ θα προσπαθήσει να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατόν σε νέες εκταμιεύσεις, τονίζοντας στην ανακοίνωσή της ότι οι αρχές δεσμεύθηκαν να τροποποιήσουν το πρόγραμμά τους.
Την επιτάχυνση της εκταμίευσης δόσεων του δανείου 50 δισ. δολαρίων το οποίο συμφώνησε να χορηγήσει στην Αργεντινή τον Ιούνιο και την «ενίσχυση» του προγράμματος στήριξης και δημοσιονομικής προσαρμογής, θα εξετάσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως ανακοίνωσε την Τετάρτη η γενική διευθύντριά του χρηματοπιστωτικού οργανισμού Κριστίν Λαγκάρντ.
Η οικονομία της Αργεντινής – η τρίτη μεγαλύτερη στη Λατινική Αμερική – βρίσκεται στα όρια της ύφεσης, ενώ ο πληθωρισμός τον Ιούλιο ήταν 19,6% και για όλη τη χρονιά, η άνοδός του αναμένεται να φθάσει το 30%.
Ο αντίκτυπος στη Wall Street
Υστερα από τέσσερις διαδοχικές συνεδριάσεις με κέρδη, η Wall Street κινήθηκε χθες πτωτικά, επηρεασμένη από τις απώλειες που καταγράφηκαν στην Ευρώπη και προηγουμένως στις αναδυόμενες αγορές. Η πτώση του πέσο της Αργεντινής και της τουρκικής λίρας προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στις υπόλοιπες αναδυόμενες αγορές, οδηγώντας σε πτώση 1,2% του MSCI Emerging Markets. Λόγω του γενικευμένου κλίματος αβεβαιότητας, οι επενδυτές στην Ευρώπη παρακολουθούσαν με επιφυλακτικότητα την πορεία των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ – Καναδά για την επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA μέχρι τη σημερινή προθεσμία. Βασική πηγή ανησυχίας είναι οι εμπορικές διαφορές των ΗΠΑ με την Κίνα και οι επιπτώσεις τους στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Σε αυτό το πεδίο, όμως, δεν έχει παρουσιαστεί καμία πρόοδος, επειδή η αναθεώρηση της NAFTA βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Λευκού Οίκου.
O πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx Europe 600 έκλεισε με πτώση 0,32%, ενώ τις μεγαλύτερες απώλειες παρουσίασαν οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου και των ακινήτων. Στο Λονδίνο, ο δείκτης FTSE-100 υποχώρησε κατά 0,62%, ο δείκτης Cac-40 στο Παρίσι κατά 0,42% και ο δείκτης Dax στη Φρανκφούρτη, κατά 0,54%. Tο ευρώ υποχώρησε 0,38%, στο 1,1665 δολάριο, και το γιεν κατά 0,53%, στα 111,08 έναντι του δολαρίου.
Λίγο πριν από το χθεσινό κλείσιμο, οι δείκτες S&P 500 και Dow Jones σημείωναν απώλειες από 0,46% έως 0,5%. O τεχνολογικός δείκτης Nasdaq παρουσίαζε αρχικά άνοδο 0,24%, αλλά στη συνέχεια υποχωρούσε κατά 0,13%. Από την περασμένη Παρασκευή μέχρι τη Δευτέρα, οι δείκτες S&P 500 και Nasdaq κατέγραφαν ρεκόρ σε κάθε συνεδρίαση. Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, επίσης, οι S&P 500, Nasdaq και Dow Jones παρουσίασαν κέρδη 3,8%, 6,4% και 2,9%, αντιστοίχως.
Οι τιμές του «μαύρου χρυσού» στις διεθνείς αγορές κινούνται ανοδικά λόγω ενδείξεων που επιβεβαιώνουν μείωση της προσφοράς από το Ιράν και τη Βενεζουέλα. Η τιμή του αργού στη Νέα Υόρκη ενισχύθηκε κατά 1,34%, στα 70,44 δολάρια το βαρέλι, και η τιμή του Brent στο Λονδίνο διαμορφώθηκε στα 77,90 δολάρια το βαρέλι, με άνοδο περίπου 0,99%. Αξίζει να αναφερθεί πως η τιμή του Brent έχει παρουσιάσει άνοδο σχεδόν 10% τις τελευταίες δύο εβδομάδες επειδή περιορίζεται η προσφορά.