Πολιτικές και διπλωματικές επιπλοκές που μπορεί να υπερβούν τα στενά όρια των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Αιγύπτου παίρνει η υπόθεση αλλαγής καθεστώτος της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, καθώς η ελληνική κυβέρνηση πιάστηκε εκτός θέσης, να κάνει επίκληση δημοσίως σε ιδιωτικές διαβεβαιώσεις που είχε παράσχει ο Αιγύπτιος πρόεδρος αλ Σίσι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Πολιτικές και διπλωματικές επιπλοκές που υπερβαίνουν τα στενά όρια των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων προσλαμβάνει η υπόθεση της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, έπειτα από τη δικαστική απόφαση που επαναφέρει την κυριότητα των περιουσιών της στο αιγυπτιακό Δημόσιο. Η ελληνική κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε πλήρως και βρέθηκε να προσπαθεί να διαχειριστεί την κρίση δημοσίως, επικαλούμενη ιδιωτικές διαβεβαιώσεις του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα και τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Αιγύπτου. Η χρονική εγγύτητα των γεγονότων εκθέτει την Αθήνα και εγείρει ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των διπλωματικών της εργαλείων.
Η δημόσια επίκληση προσωπικών δεσμεύσεων αντί εγγράφων συμφωνιών, καθώς και η απουσία νομικά κατοχυρωμένων εγγυήσεων για την προστασία του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής, αποτυπώνουν ένα επικίνδυνο κενό στρατηγικής. Η ελληνική πλευρά βρέθηκε να αμύνεται σε μια υπόθεση με σαφές πολιτικό βάθος, τόσο εντός όσο και εκτός Αιγύπτου, καθώς οι εξελίξεις συνδέονται με εσωτερικές ανακατατάξεις στο Κάιρο, την προσπάθεια του Σίσι να ελέγξει την πολιτιστική και θρησκευτική αφήγηση στην επικράτειά του, αλλά και την ταυτόχρονη ανάγκη του για νέους διεθνείς ελιγμούς στη σκιά των κοινωνικών πιέσεων και της γεωπολιτικής ρευστότητας στην περιοχή.
Η υπόθεση της Μονής του Σινά ενδέχεται να αποτελέσει προπομπό ή δοκιμαστικό πεδίο για μια ευρύτερη επανατοποθέτηση της Αιγύπτου στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα συμμαχιών, με άξονες τόσο την αποστασιοποίηση από σταθερές σχέσεις όσο και την παράλληλη επαναπροσέγγιση με την Τουρκία. Για την Ελλάδα, η κρίση αυτή δεν είναι απλώς σύμπτωμα ενός τοπικού αδιεξόδου, αλλά πολλαπλασιαστής κινδύνων σε ένα πεδίο όπου οι θρησκευτικές, πολιτισμικές και γεωστρατηγικές διαστάσεις είναι αλληλένδετες – και απαιτούν αντίστοιχα πολυεπίπεδη και καλά προετοιμασμένη διαχείριση
Η απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης να επαναφέρει στο αιγυπτιακό Δημόσιο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, αιφνιδίασε την Αθήνα, προκαλώντας κλυδωνισμούς που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις σταθερές ενός κρίσιμου διμερούς άξονα.
Εκτός θέσης ΥΠΕΞ και ΕΥΠ
Η απόφαση αυτή αν και δικαστική εκλαμβάνεται ως ευθεία αντίφαση προς τις πρόσφατες πολιτικές δεσμεύσεις που ανέλαβε ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Αθήνα, αναφορικά με τη διασφάλιση του ελληνορθόδοξου και λατρευτικού χαρακτήρα της Μονής. Η χρονική συγκυρία επιβαρύνει περαιτέρω την πολιτική αξία της απόφασης, καθώς έρχεται εν μέσω γεωπολιτικών μετατοπίσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και υπό τη σκιά κοινωνικών πιέσεων που αντιμετωπίζει το Κάιρο.
Πέρα από τη νομική και θεσμική διάσταση, η υπόθεση αναδεικνύει τις ευρύτερες αδυναμίες της ελληνικής στρατηγικής έναντι της Αιγύπτου, η οποία φαίνεται ότι επένδυσε υπερβολικά στις προσωπικές εγγυήσεις και τις πολιτικές σχέσεις κορυφής, δίχως να θωρακίσει ουσιαστικά –μέσω δεσμευτικών μηχανισμών– τον ιστορικό και θρησκευτικό χαρακτήρα της Μονής. Το γεγονός ότι το Κάιρο εμφανίζεται να επανεξετάζει μονομερώς συμφωνηθέντα, μετατρέπει ένα διμερές θρησκευτικό και πολιτιστικό ζήτημα σε πρόβλημα αξιοπιστίας, με ευρύτερες επιπτώσεις για τη σταθερότητα της σχέσης Ελλάδας – Αιγύπτου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κρίση γύρω από τη Μονή Σινά δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα. Αποτελεί ένδειξη ενός ενδεχόμενου αναπροσανατολισμού της αιγυπτιακής εξωτερικής πολιτικής, σε μια περίοδο κατά την οποία το Κάιρο επιχειρεί να εξισορροπήσει μεταξύ των παραδοσιακών του εταίρων και της προσέγγισής του με άλλους περιφερειακούς δρώντες, όπως η Τουρκία. Η διαχείριση της κρίσης αυτής συνιστά κρίσιμο τεστ για την ελληνική εξωτερική πολιτική: όχι μόνο για τη διατήρηση του χαρακτήρα της Ιεράς Μονής, αλλά και για την αποτροπή περαιτέρω φθοράς σε έναν γεωστρατηγικά νευραλγικό άξονα συνεργασίας.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το ιστορικό βάθος της υπόθεσης, καθώς η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του καθεστώτος και των ιδιοκτησιών της Μονής είχε εκδηλωθεί επί των ημερών της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων, όταν θρησκευτικοί και πολιτικοί κύκλοι προσκείμενοι στο ισλαμιστικό καθεστώς επιχείρησαν να απονομιμοποιήσουν την παρουσία μιας χριστιανικής μοναστικής κοινότητας στην καρδιά του Σινά. Αν και με την άνοδο του Σίσι στην εξουσία το 2014 αυτή η γραμμή επισήμως αποσύρθηκε, εντούτοις οι μηχανισμοί και οι τοπικοί παράγοντες που διαμόρφωσε το προηγούμενο καθεστώς φαίνεται να διατηρούν επιρροή. Η επανεμφάνιση της απειλής σε αυτή τη χρονική συγκυρία –και υπό τον μανδύα του δικαστικού σώματος– δείχνει ότι τα απομεινάρια του παρελθόντος συνυπάρχουν και αξιοποιούνται επιλεκτικά στο εσωτερικό παίγνιο εξουσίας, με διεθνή πλέον αντίκτυπο.