Νέα δεδομένα δημιουργεί η αποχώρηση της Reggeborgh από την Alpha Bank και η ενίσχυση της θέσης της Unicredit, καθώς η απόφαση του Αντρέα Ορτσέλ αποτελεί ψήφο εμπσιτοσύνης στο διοικητικό δίδυμο Ψάλτη – Παπαγαρυφάλλου και παράλληλα απόδειξη βαθύτερων σχεδιασμών που ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει να υλοποιούνται και αφορούν τόσο στην παρουσία στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά.
H ιταλική UniCredit αύξησε το ποσοστό συμμετοχής της στην ελληνική τράπεζα από 9,6% σε περίπου 20%, αποκτώντας επιπλέον 9,7% μέσω παραγώγων, από μετοχές που πούλησε ο Χένρι Χόλτερμαν από το fund Reggerbogh.
Η κίνηση συνοδεύεται από αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για έγκριση περαιτέρω αύξησης του ποσοστού έως το 29,9%, αποκλαύπτοντας την στόχευση των Ιταλών για τη μετατροπή της επενδυτικής θέσης σε στρατηγική.
Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής από τη UniCredit αποτιμάται με επένδυση συνολικού ύψους περίπου €950 εκατ., ενώ η απόδοση επί της επένδυσης (ROI) ανέρχεται στο 19%, βάσει των προβλέψεων για καθαρά κέρδη άνω των €180 εκατ. ετησίως που αναλογούν στο μερίδιο του 20%.
Η δυνητική πλήρης εξαγορά της Alpha -αν και αυτή τη στιγμή δεν αποτελεί προτεραιότητα για τη UniCredit- έχει υπολογιστεί ότι θα απαιτούσε premium έως 22% και θα μπορούσε να προσφέρει EPS accretion της τάξης του 11% για το 2027, κάτι που ενισχύει την επενδυτική ελκυστικότητα της ελληνικής τράπεζας.
Σε διοικητικό επίπεδο, η ενίσχυση της συμμετοχής της Unicredit ισχυροποιεί τη θέση Ψάλτη – Παπαγαρυφάλλου, ενδέχεται να οδηγήσει σε ανακατατάξεις στο διοικητικό συμβούλιο, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα αποτέλεσει εφαλτήριο για νέο γύρο ανακατάξεων στα υψηλά κλιμάκια. Παράλληλα, το deal θα συμβάλλει καθοριστικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξωστρέφειας, δυναμική που έχει ήδη προαναγγείλει ο CEO της Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης.
Ο αντίκτυπος για την Alpha Bank
Η κίνηση της UniCredit ενδέχεται να επιφέρει πολλαπλά οφέλη στην Alpha. Πέραν της κεφαλαιακής στήριξης και της ενίσχυσης της μετοχικής σταθερότητας, η εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας μπορεί να οδηγήσει σε συνέργειες σε τομείς όπως η διαχείριση κεφαλαίων, οι πληρωμές, τα ασφαλιστικά προϊόντα και οι ψηφιακές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με αναλυτές της J.P. Morgan, ακόμη και σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της εξαγοράς Banco BPM στην Ιταλία, η Alpha αποτελεί ελκυστική εναλλακτική για τη UniCredit, με περιορισμένο πολιτικό ρίσκο και αξιοσημείωτες επενδυτικές αποδόσεις.
H UBS, από την πλευρά της, τονίζει στη θετική της άποψη για τις τοπικές τράπεζες, ότι η Ελλάδα εμφανίζεται ως μια ελκυστική αγορά σε αυτό το στάδιο. Μακροοικονομικά, η χώρα θεωρείται ότι ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά μεγάλη διαφορά (περίπου 2,5% ετησίως έναντι κάτω από 1%), παρατηρείται διαρθρωτική μείωση της ανεργίας και έχει ένα, σε γενικές γραμμές, ουδέτερο δημοσιονομικό ισοζύγιο, ο συνδυασμός των οποίων οδηγεί σε βελτίωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ στο 140% έως το 2026.
Αγοράζουν… Ελλάδα
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον της UniCredit, όπως επισημαίνουν αναλυτές της JP Morgan και της UBS, στηρίζεται στο ισχυρό μακροοικονομικό υπόβαθρο της Ελλάδας, τη σταθερή πιστωτική επέκταση και την εντυπωσιακή άνοδο της κερδοφορίας των εγχώριων τραπεζών.
Η Αlpha Bank καταγράφει RoTE της τάξης του 13%-14%, εναρμονισμένο με τον μέσο όρο των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ενώ το καθαρό επιτοκιακό της έσοδο αναμένεται να σταθεροποιηθεί στα επόμενα τρίμηνα. Παρότι το επιτοκιακό spread που απολαμβάνει υπολείπεται κατά 2-3 ποσοστιαίες μονάδες του μέσου όρου των ελληνικών τραπεζών (450 μονάδες βάσης), η τράπεζα αξιολογείται θετικά λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου της και των ισχυρών κεφαλαιακών της δεικτών.