Αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται στο τέταρτο έτος του, το ενδεχόμενο να τροφοδοτήσει η Ρωσία με φυσικό αέριο την EE μέσω Γερμανίας δεν φαντάζει πλέον τόσο εξωπραγματικό όσο ίσως φαινόταν πριν από μερικούς μήνες.
Εδώ και μήνες, ορισμένοι Χριστιανοδημοκράτες πολιτικοί εκφράζουν έντονα τη στήριξή τους σε μία τέτοια πρόταση, ιδίως σε ό,τι αφορά τους αγωγούς Νord Stream – με την πιο πρόσφατη να προέρχεται από τον πρωθυπουργό της Σαξονίας, Μίχαελ Κρέτσμερ (CDU). Σε συνέντευξή του, περιέγραψε τους αγωγούς Nord Stream ως «άνοιγμα συνομιλιών με τη Ρωσία». Ανέφερε μάλιστα συγκεκριμένα το ποσοστό που σύμφωνα με τον ίδιο θα έπρεπε να προέρχεται από τη Ρωσία: 20% της συνολικής προμήθειας της Γερμανίας.
Τον περασμένο Μάρτιο, ορισμένοι από τους συναδέλφους του χαιρέτισαν την ιδέα της επισκευής και των δύο αγωγών του Nord Stream 1 και του ενός αγωγού του Nord Stream 2. Οι τρεις αγωγοί είχαν υποστεί ζημιές μετά από δολιοφθορές τον Σεπτέμβριο του 2022.
Ωστόσο, ακόμα κι αν ορισμένοι στη γερμανική κυβέρνηση εμφανίζονται πρόθυμοι, πολλοί διαφωνούν. Ο Φρίντριχ Μερτς έχει καταστήσει σαφές ότι υποστηρίζει τα σχέδια της ΕΕ να αποτρέψει την επανενεργοποίηση των αγωγών στο πλαίσιο του επόμενου πακέτου κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Η γερμανική οικονομία και το ενεργειακό κόστος
Υπάρχει λοιπόν τρόπος η Ευρώπη να επιδιώξει και πάλι την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω των αγωγών;
Η αποστασιοποίηση της Ευρώπης από τις ρωσικές πηγές ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν ο βασικός παράγοντας που οδήγησε σε άνοδο του κόστους ενέργειας τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου. Αν και στο μεταξύ οι τιμές έχουν μειωθεί σημαντικά, το ενδεχόμενο επιστροφής της ρωσικής ενέργειας δεν αποκλείεται να μείωνε ακόμα περισσότερο το κόστος.
Γερμανικές εταιρείες όπως ο κολοσσός της χημικής βιομηχανίας BASF επωμίστηκαν το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου ενεργειακού κόστους τα τελευταία χρόνια. Εκπρόσωπος της εταιρείας δήλωσε στην DW ότι δεν προτίθεται να σχολιάσει ενδεχόμενες συμφωνίες για ρωσική ενέργεια, αλλά τόνισε ότι αυτό δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει τις επιχειρήσεις της βιομηχανίας. «Η αυξημένη τιμή του φυσικού αερίου είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της BASF», δήλωσε, ενώ «άλλοι σημαντικοί λόγοι είναι η μειωμένη ζήτηση και οι αυξανόμενες εισαγωγές».
Μία περίπλοκη… διαδρομή φυσικού αερίου
Ο Κρις Γουίφερ, σύμβουλος επενδύσεων με περισσότερα από 25 χρόνια εμπειρίας στη Ρωσία, δήλωσε στην DW ότι βρίσκονται σε εξέλιξη σοβαρές συζητήσεις σχετικά με την αγορά της εταιρείας από τις ΗΠΑ. «Υπάρχουν προτάσεις στο τραπέζι από Αμερικανούς αγοραστές που θέλουν να αποκτήσουν την υποδομή, ώστε να λειτουργήσουν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα στην πηγή του αερίου -που είναι η Gazprom- και στους αγοραστές του, δηλαδή τις γερμανικές εταιρείες κοινής ωφέλειας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, οι διαφωνίες σε πολιτικό επίπεδο σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση της προμήθειας παραμένουν έντονες στην Ευρώπη, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υπογραμμίζει επανειλημμένα τη θέση της. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί να σταματήσει τη χρήση όλων των ρωσικών ορυκτών καυσίμων έως το 2027, και η Κομισιόν παρουσίασε μία αναλυτική στρατηγική καθώς και έναν οδικό χάρτη στις 6 Μαΐου για το πώς σχεδιάζει να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Η στρατηγική αναφέρει ρητά τη λήξη όλων των εισαγωγών ρωσικού αερίου έως τα τέλη του 2027 και δηλώνει ότι δεν θα υπογραφούν νέες συμβάσεις για οποιοδήποτε είδος ρωσικού αερίου μετά το τέλος του 2025.
Πηγή: Deutsche Welle