Συνεχίζεται το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις ΕΕ–ΗΠΑ για την εμπορική πολιτική, με την αμερικανική πλευρά να πιέζει για μονομερείς ευρωπαϊκές μειώσεις δασμών και την Ευρώπη να επιχειρεί να ανακόψει την επιθετική στρατηγική Τραμπ μέσα από πολυμερή πλαίσια και θεσμούς.
Σε θεσμική αντεπίθεση έχει περάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην επιθετική εμπορική στρατηγική της Ουάσινγκτον, επιδιώκοντας να εξουδετερώσει τις πιέσεις για μονομερείς παραχωρήσεις μέσω ενός πολυμερούς και κανόνων-κεντρικού πλαισίου διαπραγμάτευσης. Οι Βρυξέλλες επιμένουν σε έναν συντεταγμένο διάλογο, εντός θεσμικών πλαισίων όπως ο ΠΟΕ και το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας, επιχειρώντας να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να μετατρέψουν τη διατλαντική εμπορική σχέση σε πεδίο διμερούς εκβιασμού.
Την ίδια ώρα, οι διαπραγματευτές του Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζονται έντονα απογοητευμένοι από τις ευρωπαϊκές προτάσεις, τις οποίες θεωρούν υπερβολικά αμυντικές και ανεπαρκώς προσαρμοσμένες στις αμερικανικές απαιτήσεις. Οι συνομιλίες για τη διαμόρφωση ενός νέου εμπορικού πλαισίου εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς, με τη συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών να παραμένει ουσιαστικά στάσιμη παρά την ανταλλαγή τεχνικών εγγράφων. Οι ΗΠΑ αξιώνουν ξεκάθαρες παραχωρήσεις —με κυριότερη τη μονομερή μείωση δασμών από την πλευρά της ΕΕ— και προειδοποιούν ότι, εάν αυτές δεν υλοποιηθούν, η επιβολή νέων «ανταποδοτικών» δασμών είναι αναπόφευκτη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αντιπαράθεση για τους δασμούς μετατρέπεται σε πολιτική δοκιμασία ευρύτερης σημασίας: αν η Ευρώπη κατορθώσει να διατηρήσει τον διάλογο στους θεσμικούς διαδρόμους, ή αν ο Τραμπ επιβάλει τη δική του λογική των συμφωνιών πίεσης, κράτους προς κράτος.
Οι διαπραγματευτές του Ντόναλντ Τραμπ αξιώνουν από την ΕΕ μονομερείς παραχωρήσεις υπέρ των αμερικανικών εξαγωγών, απειλώντας με την επιβολή πρόσθετων δασμών 20% εάν δεν υπάρξει «απτή πρόοδος». Ο Αμερικανός εκπρόσωπος Εμπορίου, Τζέιμισον Γκριρ, πρόκειται να ενημερώσει σήμερα τον Ευρωπαίο ομόλογό του, Μαρός Σέφτσοβιτς, ότι η πρόσφατη επεξηγηματική πρόταση των Βρυξελλών δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της Ουάσινγκτον, σύμφωνα με πληροφορίες.
Η διοίκηση Τραμπ απορρίπτει την ιδέα αμοιβαίων μειώσεων δασμών, όπως έχει προτείνει η ΕΕ, ενώ καταλογίζει στην Ευρώπη απροθυμία να διαπραγματευτεί για τον ψηφιακό φόρο —θέμα κρίσιμο για την αμερικανική τεχνολογική βιομηχανία. Η ΕΕ, από την πλευρά της, επιμένει σε ένα θεσμικά κατοχυρωμένο και αμοιβαίο πλαίσιο διαπραγμάτευσης, εντός των κανόνων του ΠΟΕ, προσπαθώντας να μετατρέψει τις διμερείς πιέσεις των ΗΠΑ σε ευρύτερο πολιτικό και εμπορικό ζήτημα.
Η στρατηγική της Ευρώπης
Σύμφωνα με τους Financial Times, οι δύο πλευρές παραμένουν σε απόσταση. Η επερχόμενη συνάντηση Γκριρ–Σέφτσοβιτς στο Παρίσι αναμένεται να αποτελέσει κρίσιμο τεστ για την αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης.
Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιορίζεται στην αποτροπή πρόσθετων δασμών. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προσπαθούν ενεργά να εμπλέξουν την Ουάσινγκτον σε πολυμερείς διαβουλεύσεις -στον ΠΟΕ, στο G7 και μέσω του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας (TTC)- ώστε να καταστήσουν πολιτικά και διπλωματικά πιο δαπανηρή την επιμονή του Τραμπ σε μονομερείς ενέργειες. Παράλληλα, οι Βρυξέλλες εξετάζουν τη σύναψη περιφερειακών συμφωνιών με χώρες που πλήττονται από την αμερικανική εμπορική πολιτική, ενισχύοντας τις εμπορικές εναλλακτικές της Ένωσης.
Παρά την ανταλλαγή τεχνικών εγγράφων, η πρόοδος θεωρείται ανεπαρκής. «Η ανταλλαγή επιστολών δεν είναι πραγματική πρόοδος», δήλωσε αξιωματούχος με γνώση των διαπραγματεύσεων. «Δεν έχουμε ουσιαστικά καταλήξει πουθενά».
Η Ουάσινγκτον πιέζει για ελάχιστο δασμό 10% σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά —απαίτηση που θεωρείται απαράδεκτη από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες προειδοποιούν με αντίποινα.
Το προηγούμενο του Ηνωμένου Βασιλείου, που πέτυχε μερική εξαίρεση με αντάλλαγμα παραχωρήσεις σε αιθανόλη και βόειο κρέας, αποτελεί υπενθύμιση του κόστους που συνεπάγονται οι διμερείς συμβιβασμοί. Η ΕΕ προσπαθεί να αποφύγει μια τέτοια δυναμική.
Οι δασμοί των ΗΠΑ παραμένουν σε ισχύ για τον χάλυβα, το αλουμίνιο και τα εξαρτήματα αυτοκινήτων, ενώ βρίσκονται υπό απειλή νέες επιβαρύνσεις σε φαρμακευτικά, ημιαγωγούς και άλλα στρατηγικά ευρωπαϊκά προϊόντα.
Η στρατηγική των Βρυξελλών είναι σαφής: να καθυστερήσει, να διεθνοποιήσει και να θεσμοποιήσει τη διαπραγμάτευση, αποδυναμώνοντας την αποτελεσματικότητα της πολιτικής πίεσης που επιχειρεί να ασκήσει η Ουάσινγκτον.