Καθώς η Κίνα επιχειρεί να καταστεί ισχυρός πόλος και παράγοντας γεωοικονομικής σταθερότητας απέναντι στον αναθεωρητισμό του Τραμπ, η επιμονή της στο δόγμα των εξαγωγών και του ελέγχου χωρών μέσω διμερών δανείων θα πρέπει να αλλάξει ώστε να προσφέρει μια πιο ελκυστική λύση, θυσιάζοντας έστω βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη για να κερδίσει μακροπρόθεσμα. Μπορεί ο Σι να το κάνει αυτό εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία ή είναι εγκλωβισμένος στο μάντρα “εξαγωγές, εξαγωγές, εξαγωγές”;
Καθώς η Κίνα επιδιώκει να εδραιωθεί ως εναλλακτικός παγκόσμιος πόλος ισχύος και σταθερότητας έναντι της αναθεωρητικής εμπορικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, αναδεικνύεται μια κρίσιμη στρατηγική αντίφαση: το Πεκίνο συνεχίζει να εμμένει σε ένα εξωστρεφές δόγμα οικονομικής ισχύος, βασισμένο στις εξαγωγές και στον έλεγχο μέσω διμερών δανείων, την ώρα που επιδιώκει να προσεταιριστεί περιφερειακούς εταίρους μέσω ρητορικής συνεργασίας και κοινής ευημερίας.
Αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την ίδια τη γεωοικονομική στρατηγική της Κίνας, εφόσον δεν συνοδευτεί από ένα νέο πρότυπο οικονομικής αλληλεξάρτησης και επενδυτικής ισοτιμίας. Αντί να περιορίζει την περιφερειακή της εμβέλεια, το Πεκίνο θα μπορούσε να προσφέρει ένα πιο συνεκτικό και ελκυστικό όραμα, αποδεχόμενο βραχυπρόθεσμα κόστη προκειμένου να οικοδομήσει διαρκή επιρροή – κάτι που ο Τραμπ, εγκλωβισμένος στον κύκλο των εκλογικών του ελιγμών και της εσωστρέφειας, δεν μπορεί να πράξει.
Το ερώτημα είναι αν ο Σι Τζινπίνγκ είναι έτοιμος να αδράξει αυτή την ιστορική ευκαιρία και να αναδιαμορφώσει το κινεζικό οικονομικό δόγμα προς όφελος μιας νέας περιφερειακής πραγματικότητας ή αν είναι καταδικασμένος να παραμείνει προσκολλημένος στο μάντρα: «εξαγωγές, εξαγωγές, εξαγωγές».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρόεδρος της Κίνας πραγματοποίησε πρόσφατα περιοδεία σε χώρες-κλειδιά της ASEAN – το Βιετνάμ, τη Μαλαισία και την Καμπότζη – σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει τη στήριξη της περιφέρειας απέναντι στον εμπορικό και γεωπολιτικό ακτιβισμό της Ουάσινγκτον. Παρά τις διακηρύξεις του Πεκίνου για προώθηση της συνεργασίας και του ελεύθερου εμπορίου, η επιμονή του στην απορρόφηση περιφερειακής ζήτησης μέσω των κινεζικών εξαγωγών και η ενίσχυση των εμπορικών ελλειμμάτων των γειτονικών οικονομιών αποκαλύπτουν την απόσταση ανάμεσα στη στρατηγική του αφήγηση και την οικονομική του πρακτική.
Πρόβλημα η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας
Παρά τις στρατηγικές αυτές επιδιώξεις, η απάντηση της Κίνας στην επιβράδυνση της εσωτερικής της οικονομίας είναι η επιθετική αύξηση των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων προς τις αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η τακτική αυτή έχει εντείνει τις υφιστάμενες ανισορροπίες στο εμπορικό ισοζύγιο εις βάρος των οικονομιών της ASEAN. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη οικονομική και εθνική ασφάλεια της Κίνας εξαρτάται από τη θετική στάση των γειτονικών της χωρών, κυρίως αυτών της ASEAN – με την εξαίρεση, ίσως, των πιο σύνθετων σχέσεων με τις Φιλιππίνες.
Δεδομένου ότι τα κράτη-μέλη της ASEAN ακολουθούν ως επί το πλείστον μη ιδεολογικές εξωτερικές πολιτικές και επιλέγουν να τηρούν ουδέτερη στάση στη διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας, το Πεκίνο έχει σημαντικά περιθώρια για βελτίωση των σχέσεών του. Ωστόσο, αυτό μπορεί να απαιτήσει θυσίες τις οποίες η Ουάσινγκτον, υπό την ηγεσία Τραμπ, δεν είναι πρόθυμη να κάνει: δηλαδή τη βραχυπρόθεσμη οικονομική ωφέλεια.
Η λύση είναι το άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς
Η Κίνα θα μπορούσε να στραφεί από τη σημερινή κρατικά επιδοτούμενη στρατηγική εξαγωγών προς το άνοιγμα της εσωτερικής της αγοράς σε φιλικά κράτη της ASEAN. Επιπλέον, θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τις άμεσες ξένες επενδύσεις σε τομείς όπου οι χώρες της ASEAN διατηρούν συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως ο τομέας της ένδυσης, ο οποίος απασχολεί περισσότερους από 7,5 εκατομμύρια εργαζομένους στο Βιετνάμ, την Ινδονησία και την Καμπότζη. Αυτή τη στιγμή, ο εγχώριος κινεζικός τομέας ένδυσης ανταγωνίζεται άμεσα αυτές τις χώρες.
Επενδύσεις σε γειτονικές χώρες
Η Ταϊλάνδη διαθέτει ακμάζουσα αυτοκινητοβιομηχανία, ενισχυμένη από ιαπωνικές επενδύσεις. Η παγκοσμίου κλάσης κινεζική βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων έχει τη δυνατότητα να επενδύσει εκεί, καθώς η χώρα έχει επανειλημμένα απευθύνει σχετικές προσκλήσεις.
Η μεταποίηση αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 20% του ΑΕΠ των οικονομιών της ASEAN. Ένα ανοιχτό και φιλικό κινεζικό οικονομικό περιβάλλον μπορεί να προκαλέσει ευρεία αναπτυξιακή έκρηξη για όλες τις χώρες της περιοχής – ενδεχομένως ακόμη και για τις Φιλιππίνες, οι οποίες κινούνται πλέον προς στρατιωτική σύμπραξη με την Ουάσινγκτον.
Η αδύναμη εγχώρια ζήτηση στην Κίνα, ωστόσο, έχει εντείνει την εξαρτησή της από τις εξαγωγές. Χώρες στη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όχι μόνο οι ΗΠΑ, εκφράζουν παράπονα για την υπερπροσφορά κινεζικών προϊόντων. Αν και αυτή μπορεί να ωφελεί τους καταναλωτές τους λόγω τιμών, η ASEAN αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Πρόκειται για την άμεση γειτονιά της Κίνας, με την οποία συνδέονται στενά οι στρατηγικοί και οικονομικοί της στόχοι.
Τα στοιχεία
Η εμπορική ανισορροπία είναι εμφανής στα στοιχεία: Το εμπορικό έλλειμμα της Ταϊλάνδης με την Κίνα αυξήθηκε από 20 δισ. δολάρια το 2020 σε 36,6 δισ. το 2023. Για τη Μαλαισία, από 3 δισ. δολάρια το 2020 σε 14 δισ. το 2023. Ο πρωθυπουργός της Μαλαισίας, Ανουάρ Ιμπραχίμ, από την ανάληψη των καθηκόντων του το 2022 έχει εκφράσει την προτίμησή του για στενότερη συνεργασία με το Πεκίνο. Κατά την επίσκεψή του στην Κίνα τον Νοέμβριο, ο υπεύθυνος επικοινωνίας του κόμματος του δήλωσε χαρακτηριστικά: «Υπό τις συνθήκες του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας και της αποσύνδεσης των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, η Κίνα χρειάζεται φίλους. Η ASEAN είναι σημαντικός εταίρος για μια αμοιβαία φιλική σχέση».
Το ίδιο συμβαίνει και με το Βιετνάμ. Το μερίδιο της Κίνας στο συνολικό εμπόριο του Βιετνάμ αυξάνεται σταθερά. Ο διμερής εμπορικός όγκος ανήλθε από τα 126,8 δισ. δολάρια το 2020 στα 205 δισ. το 2023 – ποσοστό σχεδόν 40% του ΑΕΠ του Βιετνάμ. Το εμπορικό έλλειμμα της χώρας με την Κίνα έφτασε τα 82,8 δισ. δολάρια το περασμένο έτος.
Αντίθετα, οι Φιλιππίνες προσφέρουν ένα μάθημα γεωπολιτικής αστάθειας. Επί προεδρίας Ροντρίγκο Ντουτέρτε, η χώρα στράφηκε αποφασιστικά προς την Κίνα. Ωστόσο, δεν αποκόμισε ουσιαστικά οφέλη, ούτε σε επίπεδο ασφάλειας ούτε οικονομικά. Αυτό ήταν αρκετό για τον διάδοχό του, Φερνινάντο Μάρκος Τζούνιορ, ώστε να επαναπροσανατολίσει τη χώρα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε προκεχωρημένη στρατιωτική βάση σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.