Στο στόχαστρο του γερμανικού Τύπου βρίσκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη TAZ και τη DW να του καταλογίζουν ευθύνες για την παρακμή της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Οι επικρίσεις δεν περιορίζονται σε επίπεδο ρεπορτάζ, αλλά λαμβάνουν και πολιτική διάσταση, καθώς το θέμα τέθηκε ανοιχτά στην κοινή συνέντευξη Τύπου του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Γερμανό καγκελάριο Friedrich Merz, ενώ η Deutsche Welle επανέρχεται με αναλυτικά ρεπορτάζ και σχόλια.
Η έκταση που δίνεται στο ζήτημα από τα γερμανικά μέσα υποδηλώνει ότι η ελευθερία του Τύπου αποτέλεσε ένα από τα σημεία έντασης και στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες Μητσοτάκη–Μερτς, επιβαρύνοντας περαιτέρω τις ήδη προβληματικές διμερείς σχέσεις Αθήνας–Βερολίνου.
Στα ανοιχτα μέτωπα για την ελευθερία του Τύπου παραμένει η σύλληψη των δραστών και ηθικών αυτουργών της δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, το σκάνδαλο των υποκλοπών και η χαλάρωση του νομικού πλαισίου προστασίας των δημοσιογράφων που επιτρέπει αγωγές SLAAP από κυβερνητικούς αξιωματούχους, πολιτικούς και επιχειρηματίες.
Η νέα έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα απασχολεί την tageszeitung του Βερολίνου.
«Προσφάτως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, τώρα το Human Rights Watch: στην Ελλάδα η ελευθερία του Τύπου βρίσκεται υπό μεγάλη απειλή. Και οι ΜΚΟ συμφωνούν πως υπεύθυνη για την αθλιότητα στην Ελλάδα είναι η κυβέρνηση του συντηρητικού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη».
Σε ειδική έκθεση έκτασης 101 σελίδων με τίτλο «Από το κακό στο χειρότερο: Η παρακμή της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα» το HRW «παραθέτει στοιχεία γύρω από το εχθρικό περιβάλλον για τα ανεξάρτητα ΜΜΕ και τους εργαζόμενους στα μέσα ενημέρωσης απ’ όταν ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 2019.
Καταγράφηκαν διαδικασίες παρενόχλησης, παρακολουθήσεων και εκφοβισμού. Όπως αναφέρει ο Χιου Γουίλιαμσον, διευθυντής του HRW για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, μπήγοντας το μαχαίρι στην πληγή, στην Ελλάδα η κριτική δημοσιογραφία καταστέλλεται και η αυτολογοκρισία γίνεται κανόνας. Ο ίδιος απαιτεί από την ΕΕ “να αναγκάσει την Αθήνα να αλλάξει πορεία”». Καθώς φαίνεται, προκύπτουν συχνά περιστατικά που «χρησιμοποιούνται δημόσια χρήματα για την επιρροή της δημοσιογραφίας ιδιωτικών μέσων, αλλά και των δημοσιευμάτων των δημοσίων μέσων».
Η περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύει και κάτι άλλο σημαντικό, όπως παρατηρεί η taz: ότι η ύπαρξη εκατοντάδων μικρών και μεγάλων μέσων ενημέρωσης «δε σημαίνει αυτομάτως πως υπάρχει και ελευθερία του Τύπου. Λίγοι μεγαλοεπιχειρηματίες έχουν στην ιδιοκτησία τους πολλά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των μεγάλων ΜΜΕ. Η πλειοψηφία των ολιγαρχών πρόσκειται στο συντηρητικό κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Από τον Ιούλιο του 2019 η ΕΡΤ και το ΑΠΕ-ΜΠΕ υπάγονται απευθείας στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, γεγονός που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αμφότερα τα κρατικά μέσα έχουν τραβήξει την προσοχή εξαιτίας περιστατικών λογοκρισίας και παραβιάσεων της θεμελιώδους δημοσιογραφικής αρχής της πολυφωνίας».
Τα όσα συμβαίνουν στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια δεν αφήνουν πλέον αδιάφορη ούτε την ΕΕ. «Τον Φεβρουάριο του 2024 το Ευρωκοινοβούλιο εξέφρασε σε καταδικαστικό ψήφισμα σοβαρές ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα», προσθέτει η taz. Η εφημερίδα του Βερολίνου σχολιάζει τέλος καυστικά πως «σε μία καταφανή αντιστροφή θύματος-θύτη» ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης «απορρίπτει απολύτως τις κατηγορίες, λέγοντας πως το κράτος δικαίου στη χώρα του είναι “ισχυρότερο από ποτέ”, καθώς και ότι “η Ελλάδα έχει γίνει συχνά στόχος συκοφαντιών τα τελευταία χρόνια”».
με πληροφορίες από DW