Η πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα καταγράφει ένα ανησυχητικό στατιστικό: 2.745.000 άτομα, δηλαδή το 25,1% του πληθυσμού, βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Το ποσοστό παραμένει εξαιρετικά υψηλό για μία χώρα που βρίσκεται σε φάση δημοσιονομικής σταθερότητας και παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η αντίφαση ανάμεσα στους μακροοικονομικούς δείκτες και στην κοινωνική πραγματικότητα είναι ενδεικτική της αποτυχίας του υφιστάμενου μοντέλου κοινωνικής προστασίας.
Η επιμονή τέτοιων ποσοστών φτώχειας, ιδιαίτερα μετά από δεκαετία κρίσης και με ευρωπαϊκά κονδύλια διαθέσιμα, υποδεικνύει περισσότερο από συγκυριακή δυσλειτουργία. Συνιστά ένδειξη διαρθρωτικού ελλείμματος κοινωνικής πολιτικής: από την αναποτελεσματική στόχευση των επιδομάτων έως την υποστελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών και την αδυναμία ενίσχυσης της εργασιακής ένταξης των ευάλωτων ομάδων. Η φτώχεια στην Ελλάδα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα χαμηλού εισοδήματος, αλλά και ανεπάρκειας θεσμών πρόληψης και αποκατάστασης.
Η Ελλάδα του 2024 δεν υποφέρει από φτώχεια μόνο οικονομική. Υποφέρει από φτώχεια πολιτικής βούλησης, από φτώχεια κοινωνικής ενσυναίσθησης, από φτώχεια οράματος. Η ύπαρξη 2,7 εκατομμυρίων ανθρώπων κάτω από το όριο της φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό αποτελεί διαρκή πράξη παραίτησης εκ μέρους του κράτους. Πρόκειται για δομική παθολογία ενός μοντέλου που διαφημίζει την ανάπτυξη αλλά αποσιωπά τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής.
Πίσω από κάθε αριθμό, υπάρχει ένα ψυγείο άδειο. Ένα παιδί που δεν θα πάει ποτέ διακοπές. Ένας ηλικιωμένος που δεν μπορεί να θερμανθεί. Μια μητέρα που μετράει τα κέρματα στο σούπερ μάρκετ. Αυτός ο κόσμος δεν είναι αόρατος. Είναι απλώς απωθημένος στην άκρη του πλάνου, για να μη χαλάει τη βιτρίνα.
Παρά τις συνεχείς εξαγγελίες, οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης αποδεικνύονται συχνά αποσπασματικές ή ανεπαρκείς. Οι επιδοτήσεις ρεύματος και οι έκτακτες ενισχύσεις έδωσαν προσωρινές ανάσες, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος: μια διαρκώς διογκούμενη ακρίβεια, με το 61,5% των ερωτηθέντων να δηλώνει ότι έχει περιορίσει ακόμη και την κατανάλωση τροφίμων .
Η ετήσια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών καταγράφει μια συνολική εικόνα για την οικονομική ανθεκτικότητα, την ποιότητα ζωής και τις υλικές στερήσεις που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά.
Οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών σε αριθμούς
Οικονομική κατάσταση νοικοκυριών:
-
63,1% χειρότερη από το 2022
-
20% σταθερή
-
16,9% καλύτερη
Ποιότητα ζωής:
-
73,5% δήλωσε υποβάθμιση
-
18,4% καμία αλλαγή
-
8% βελτίωση
Κύριες αιτίες υποβάθμισης:
-
88,9% ακρίβεια στα τρόφιμα
-
56,9% αύξηση στο κόστος ενέργειας
-
19,6% δαπάνες υγείας
-
19,5% έξοδα στέγασης
-
16,7% κόστος μετακινήσεων
-
16,1% γενική αύξηση τιμών βασικών αγαθών
Υλικές & κοινωνικές στερήσεις:
-
49,1% με τουλάχιστον μία σοβαρή στέρηση
-
47,3% με δυσκολία στην πληρωμή λογαριασμών
-
22,6% χωρίς επαρκή θέρμανση τον χειμώνα
-
21,5% χωρίς γεύμα με πρωτεΐνη κάθε δεύτερη μέρα
Οικονομική ανθεκτικότητα:
-
42,4% δεν μπορεί να καλύψει έκτακτη δαπάνη 395€
-
46,9% είχε καθυστερήσει τουλάχιστον μία πληρωμή
Επιπτώσεις στην ψυχική υγεία:
-
43,4% άγχος
-
28,6% ανασφάλεια
-
26,6% θλίψη
-
17,1% θυμός
-
11,6% ντροπή
Καθημερινές ανάγκες – δυσκολίες κάλυψης:
-
52,9% των νοικοκυριών δήλωσε δυσκολία στην κάλυψη των βασικών αναγκών
-
44,4% χρειάζεται βοήθεια για να τα βγάλει πέρα
-
33,3% στηρίζεται σε συγγενείς ή φίλους
-
27,3% λαμβάνει κρατική ενίσχυση
-
-
36,6% τα καταφέρνει μόνο με δικούς του πόρους
Στέγαση:
-
13,5%: το σπίτι δεν καλύπτει βασικές ανάγκες
-
16,2%: δυσκολία στην πληρωμή ενοικίου ή δανείου
-
11,5%: κίνδυνος έξωσης ή κατάσχεσης
Μετακινήσεις:
-
41,2% περιόρισε χρήση Ι.Χ. λόγω κόστους
-
32,3% περιόρισε μετακινήσεις με ΜΜΜ
-
36,9% απέφυγε κοινωνικές/ψυχαγωγικές μετακινήσεις για οικονομικούς λόγους
Κατανάλωση και αγορές:
-
68,2% περιόρισε είδη ένδυσης/υπόδησης
-
56,1% περιόρισε έξοδα για ψυχαγωγία
-
47,5% ανέβαλε ή ακύρωσε ταξίδι
-
21,3% δυσκολεύεται να καλύψει βασικές διατροφικές ανάγκες