Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παρέμεινε σταθερός στο 2,2% τον Απρίλιο του 2025, ελαφρώς υψηλότερος από τις εκτιμήσεις της αγοράς (2,1%) και ελαφρώς πάνω από τον ενδιάμεσο στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του 2,0%, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat.
Τον ίδιο μήνα στην Ελλάδα ο πληθωρισμός υποχωρεί στο 2,7% από 3,1% που ήταν τον προηγούμενο μήνα.
Η απότομη πτώση στις τιμές ενέργειας (-3,5% έναντι -1,0% τον Μάρτιο) αντισταθμίστηκε από ταχύτερο πληθωρισμό στις υπηρεσίες (3,9% έναντι 3,5%) και στα τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό (3,0% έναντι 2,9%). Οι τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών αυξήθηκαν κατά 0,6%, χωρίς μεταβολή σε σχέση με τον Μάρτιο. Εν τω μεταξύ, ο βασικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τα τρόφιμα και την ενέργεια, ανέβηκε στο 2,7%, από το τριετές χαμηλό του 2,4% τον Μάρτιο και πάνω από την πρόβλεψη του 2,5%. Σε μηνιαία βάση, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 0,6% τον Απρίλιο, ακολουθώντας την άνοδο του Μαρτίου.
Δεν παρατηρήθηκαν άλλα άμεσα σημάδια από τη στρατηγική επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ, αν και οι αξιωματούχοι αναμένουν ότι θα έχει αποπληθωριστική επίδραση στο άμεσο μέλλον, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που περιορίζει τις επιχειρηματικές και καταναλωτικές δαπάνες.
Τα στοιχεία, όπως επισημαίνει το Politico, αποτελούν μια μέτρια απογοήτευση, καθώς οι αναλυτές είχαν αναμένει ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα μειωνόταν στο 2,1%. Ωστόσο, οι αριθμοί δεν αναμένονται να προκαλέσουν δραματική αλλαγή στη σκέψη, καθώς υπάρχει ισχυρή συναίνεση στην ΕΚΤ ότι θα επιστρέψει στον στόχο του 2% αργότερα μέσα στη χρονιά. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη δύναμη του ευρώ, το οποίο έχει αυξηθεί σχεδόν 10% σε σχέση με το δολάριο μέχρι στιγμής φέτος.
Πιο νωρίς την Παρασκευή, έρευνες επιχειρήσεων που δημοσίευσε η S&P Global έδειξαν ότι η δραστηριότητα στον τομέα της μεταποίησης στην Ευρωζώνη συνέχισε να μειώνεται τον Απρίλιο, αν και με τον πιο αργό ρυθμό των τελευταίων τριών ετών. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Hamburg Commercial Bank, Cyrus de la Rubia, δήλωσε ότι η κατάσταση «παραμένει εύθραυστη», λόγω της απειλής εντονότερου ανταγωνισμού από Κινέζους κατασκευαστές που πλέον δυσκολεύονται να πουλήσουν στις ΗΠΑ.