Οι αγορές έχουν μάθει μεν να διαχειρίζονται τις αναταράξεις, με τη ναυτιλία να επιδεικνύει τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα διαχρονικά, το ζήτημα όμως τώρα δεν είναι οι ριζικές αλλαγές, αλλά ο κίνδυνος αυτές να διαρκέσουν πολύ και σίγουρα περισσότερο απ όσο υπολόγιζε η ομάδα Τραμπ.
Η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ραγδαίας μεταβαλλόμενης γεωοικονομικής πραγματικότητας, καθώς οι δασμοί, οι πληθωριστικές πιέσεις και η επαναχάραξη των εμπορικών ροών επηρεάζουν καταλυτικά τη ροή αγαθών και τις στρατηγικές εφοδιαστικής αλυσίδας.
Η επιβάρυνση του κόστους και η ανακατανομή της παραγωγής σε εγχώριες αγορές αναμένεται να αλλάξουν τη φυσιογνωμία του παγκόσμιου εμπορίου, επηρεάζοντας δυσανάλογα τους κρίκους εκείνους που βασίζονται στη ρευστότητα και τη διεθνοποίηση, με πρώτους τη ναυτιλία και τη μεταφορά φορτίων.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο, ο διευθύνων σύμβουλος της V. Group, René Kofod-Olsen μιλώντας στο pdcast της S&P, επισημαίνει ότι η μετάβαση προς πιο αποκεντρωμένες και προστατευμένες εθνικές οικονομίες θα είναι αργή και γεμάτη αντιφάσεις, με τον πληθωρισμό να δρα ως καταλύτης ανακατεύθυνσης φορτίων σε εναλλακτικές αγορές. Από τη σκοπιά της ναυτιλίας, η ανάγκη διατήρησης της κινητικότητας των φορτίων παραμένει κομβική – με το κόστος των αλλαγών να μετακυλίεται τελικά στον τελικό καταναλωτή. Την ίδια στιγμή, οι εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ–Κίνας, αλλά και οι εμπορικοί πόλεμοι ευρύτερα, δημιουργούν νέα ρίσκα αποσταθεροποίησης για κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η συγκυρία αυτή αποτελεί σημείο καμπής για τους παρόχους ναυτιλιακών υπηρεσιών, με τον τομέα των εμπορευματοκιβωτίων και του ξηρού φορτίου να εμφανίζει ιδιαίτερη ευαισθησία σε κραδασμούς στις αγορές καταναλωτικών και αγροτικών προϊόντων. Η γεωπολιτική αναδιάταξη της παραγωγής, οι επενδυτικές αποφάσεις σε υποδομές logistics και η μακροπρόθεσμη προσαρμογή στις πολιτικές εμπορικού προστατευτισμού συνθέτουν ένα δυναμικό και σύνθετο περιβάλλον που απαιτεί αναλυτική προσέγγιση και στρατηγική προνοητικότητα.