Στο ραντάρ της Deutsche Bank και κατ επέκταση στα χαρτοφυλάκια πελατών της, μπαίνουν εκ νέου οι ελληνικές τράπεζες, κίνηση που αναμένεται να συμβάλλει άμεσα στην ενίσχυση του τζίρου και την εμβάθυνση της αγοράς.
Η Deutsche Bank με νέο report που εξέδωσε ξεκινά την κάλυψη των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Σε αυτό το πλαίσιο συστήνει αγορά για Εθνική και Alpha Bank και διακράτηση για Eurobank και Πειραιώς.
Η απόφαση του επενδυτικού σκέλους της γερμανικής τράπεζας να ξεκινήσει εκ νέου την κάλυψη των ελληνικών τραπεζών αποτελεί σαφή ένδειξη εμπέδωσης της βελτίωσης που επιτεύχθηκε στους ισολογισμούς και αποτύπωση των καλύτερων προοπτικών τους. Η Deutsche Bank «βλέπει» ότι ο μέσος όρος των δεικτών αποδοτικότητας RoTE θα διαμορφωθεί στο 7% (2023E) περίπου στις περισσότερες περιπτώσεις, παρά τα κάπως υποτονικά έσοδα. Καθώς οι ελληνικές τράπεζες μπαίνουν στο ραντάρ μεγάλων επενδυτικών οίκων, το συνολικό ισοζύγιο εισροών/εκροών ξένων κεφαλαίων αναμένεται θετικό.
Η τάση εισροής κεφαλαίων στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ενισχύεται από την προοπτική αύξσης του κόστους δανεισμού τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ και το risk premium που επανερχεται στα ελληνικά assets μετά την κατάργηση του waiver από την ΕΚΤ.
Οι συστάσεις της Deutsche Bank
Οι αναλυτές της Deutsche Bank δίνουν σύσταση αγοράς για Εθνική Τράπεζα και Alpha Bank, με τιμές στόχους 4,50 ευρώ και 1,55 ευρώ, αντίστοιχα. Παράλληλα, συστήνουν διακράτησης, για Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς. Για τη μεν Eurobank αυξάνει την τιμή στόχο από τα 0,80 ευρώ σε 1,15 ευρώ ανά μετοχή και για την έτερη Πειραιώς θέτει τιμή στόχο τα 1,55 ευρώ ανά μετοχή.
Ο αναλυτής της γερμανικής τράπεζας Alfredo Alonsο εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται τώρα στη μέση μιας μεταβατικής περιόδου, όπου τα ζητήματα του παρελθόντος από τη μία πλευρά παραμένουν βάρος, αλλά από την άλλη πλευρά, η εστίαση αρχίζει να μετατοπίζεται προς την κερδοφορία.
Συνολικά, θεωρεί ότι οι φόβοι σχετικά με τα κεφάλαια έχουν πλέον ως επί το πλείστο ξεπεραστεί, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι εναπομείνασες προσπάθειες εξυγίανσης είναι απίθανο να επιβαρύνουν σημαντικά τις προβλέψεις. Η μείωση του κόστους κινδύνου, με σαφή σύγκλιση μεταξύ όλων των τραπεζών έως το 2023-24, σε συνδυασμό με το θετικό αντίκτυπο στο δανεισμό που απορρέει από την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, αποτελούν τους κύριους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη της κερδοφορίας.