Προβληματισμό στις αγορές και μίνι sell-off προκάλεσε η χλιαρή συμμετοχή σε δημοπρασία ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου ύψους 16 δισ. την Τετάρτη, την πρώτη μετά την υποβάθμιση του αξιόχρεου από τη Moody’s την περασμένη Παρασκευή.
Η αντίδραση της Wall Street στην πρόσφατη πώληση ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου ύψους 16 δισ. δολαρίων αποτελεί ηχηρή υπενθύμιση των κινδύνων που συνεπάγεται η δημοσιονομική πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αδύναμη ζήτηση που καταγράφηκε στη δημοπρασία αυτή συνιστά αντανάκλαση της αυξανόμενης ανησυχίας των αγορών ότι το διογκούμενο έλλειμμα απειλεί να διαβρώσει το καθεστώς των ΗΠΑ ως «ασφαλές καταφύγιο» για επενδύσεις.
Οι αποδόσεις των 20ετών ομολόγων ξεπέρασαν το 5%, σημειώνοντας υψηλό ημέρας, ενώ ο δείκτης S&P 500 επέστρεψε σε πτωτική τροχιά με απώλειες 1%. Το δολάριο επίσης υποχώρησε έναντι των βασικών νομισμάτων, εντείνοντας το σήμα κινδύνου για τις παγκόσμιες αγορές.
Πολιτικές πρωτοβουλίες υπό τον φακό των αγορών
Το δυσμενές αυτό επενδυτικό κλίμα εξελίσσεται σε καίριο παράγοντα οριοθέτησης των πολιτικών κινήσεων του Προέδρου Τραμπ. Η συμφωνία των Ρεπουμπλικάνων για αύξηση του ορίου φορολογικής έκπτωσης στους τοπικούς και κρατικούς φόρους (SALT) στα 40.000 δολάρια εκλαμβάνεται ως απόπειρα διαχείρισης εσωκομματικών εντάσεων, ιδίως ενόψει του νομοσχεδίου για τις νέες φοροαπαλλαγές. Ωστόσο, οι συντηρητικοί εντός του GOP απαιτούν περισσότερες περικοπές δαπανών για να αντισταθμιστεί το δημοσιονομικό βάρος.
Η προοπτική διεύρυνσης του ελλείμματος, σε μια περίοδο που το δημόσιο χρέος βρίσκεται ήδη σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, εντείνει τις αγορές πιέζοντας την πολιτική ηγεσία προς πιο πειθαρχημένες δημοσιονομικά επιλογές.
Διεθνής υποβάθμιση και εσωτερικός συναγερμός
Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΗΠΑ από τη Moody’s την περασμένη εβδομάδα επανέφερε στο προσκήνιο τις ανησυχίες για την αξιοπιστία της δημοσιονομικής διαχείρισης. Το μήνυμα των οίκων αξιολόγησης και των επενδυτών είναι σαφές: η μη βιώσιμη τροχιά του χρέους αυξάνει το κόστος δανεισμού και θέτει σε κίνδυνο τη μελλοντική σταθερότητα.
Ο πρώην Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Steven Mnuchin, απηύθυνε ξεκάθαρη προειδοποίηση:
«Το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι για μένα μεγαλύτερη ανησυχία από το εμπορικό έλλειμμα. Ελπίζω πραγματικά να υπάρξουν περισσότερες περικοπές δαπανών — είναι πολύ σημαντικό».
Παρόμοια ήταν και η εκτίμηση αναλυτών της Deutsche Bank:
«Τα δημοσιονομικά ζητήματα των ΗΠΑ κυριάρχησαν και πάλι το τελευταίο 24ωρο, καθώς οι επενδυτές παλεύουν να κατανοήσουν τι σημαίνει η μακροπρόθεσμα μη βιώσιμη πορεία του χρέους για το κοντινό μέλλον».
Οι αγορές ως μοχλός πολιτικής εξισορρόπησης
Το επεισόδιο αυτό επιβεβαιώνει την κεντρική θέση των αγορών στον έλεγχο και την εξισορρόπηση της αμερικανικής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Σε ένα πλαίσιο αυξημένων γεωπολιτικών και εσωτερικών εντάσεων, η απροθυμία των επενδυτών να στηρίξουν άνευ όρων τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ αναδεικνύει το όριο μεταξύ προεκλογικών υποσχέσεων και μακροοικονομικής πραγματικότητας.
Η επαναφορά του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο δεν συνιστά λευκή επιταγή. Οι πολιτικές του επιλογές — ιδιαίτερα σε ζητήματα φορολογίας και δαπανών — προσκρούουν ήδη στις απαιτήσεις των αγορών για σταθερότητα, πειθαρχία και προβλεψιμότητα. Οι αντιδράσεις της Wall Street λειτουργούν, επομένως, όχι μόνο ως ένδειξη ανησυχίας αλλά και ως μηχανισμός ενεργού διαμόρφωσης του πολιτικού πεδίου.