Σήμερα θα γίνει καλύτερα αισθητός ο αντίκτυπος της υποβάθμισης του αξιόχρεου των ΗΠΑ από τη Moody’s, καθώς μετά από ένα Σαββατοκύριακό πολιτικών και γεωπολιτικών διεργασιών οι αγορές εστιάζουν ξανά στην οριστική απώλεια του AAA για την αμερικανική οικονομία, δεδομένου ότι η Moody’s ήταν ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους οίκους που την υποβάθμισε.
Η απόφαση της Moody’s στις 16 Μαΐου να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ σε Aa1 από Aaa, αφαιρώντας έτσι το τελευταίο κορυφαίο rating από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στις παγκόσμιες αγορές. Η κίνηση αυτή, που βασίστηκε σε ανησυχίες για την εκτίναξη του δημόσιου χρέους και του κόστους εξυπηρέτησής του, οδήγησε σε αναθεώρηση των εκτιμήσεων για τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία. Οι επενδυτές αντέδρασαν με επιφύλαξη, με αποτέλεσμα πτώση στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης μετοχών, άνοδο της τιμής του χρυσού λόγω στροφής σε ασφαλή καταφύγια, και αύξηση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Η Moody’s ακολουθεί τα βήματα της S&P (2011) και της Fitch (2023), ολοκληρώνοντας πλέον την υποβάθμιση των ΗΠΑ από όλους τους μεγάλους οίκους. Η αιτιολόγηση επικεντρώνεται στην πρόβλεψη ότι το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 134% του ΑΕΠ έως το 2035, από 98% το 2024, με τα ελλείμματα να αγγίζουν το 9% του ΑΕΠ λόγω αυξημένων δαπανών, φορολογικών ελαφρύνσεων και επιτοκίων. Παρά την αρνητική εικόνα, η Moody’s αναβάθμισε την προοπτική σε “σταθερή”, δείχνοντας πως δεν αναμένει περαιτέρω υποβάθμιση άμεσα.
Όπως όλα δείχνουν, ο Ντόναλντ Τραμπ οδηγείται σε stand-off με την επενδυτική κοινότητα, καθώς οι αγορές παρά τα υψηλά επίπεδα ρευστότητας που διατηρεί η Fed στο σύστημα αναγνωρίζουν πλέον κινδύνους που ο Τραμπ παραγνώριζε πιέζοντας για μειώσεις επιτοκίων.
Σε πολιτικό επίπεδο, η υποβάθμιση περιπλέκει την ατζέντα του Προέδρου Τραμπ, ειδικά την προσπάθειά του για νέες φοροελαφρύνσεις. Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ανάπτυξη θα ξεπεράσει το χρέος. Ωστόσο, τα αδύναμα οικονομικά στοιχεία και οι αυξανόμενες προσδοκίες για μείωση επιτοκίων από τη Fed μέσα στο 2025 διατηρούν τους επενδυτές σε εγρήγορση.
Οι επενδυτές αρχίζουν να φοβούνται
Τα futures των αμερικανικών αγορών γράφουν σημαντικές απώλειες τη Δευτέρα, καθώς η υποβάθμιση από τη Moody’s ενίσχυσε τις ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών. Η κίνηση ήρθε σε αντίθεση με το ανοδικό κλείσιμο της προηγούμενης εβδομάδας, που ενισχύθηκε από την προσωρινή ανακωχή στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ–Κίνας, όπου ανεστάλησαν οι δασμοί για 90 ημέρες.
Το επενδυτικό κλίμα επιβαρύνθηκε από την έμφαση της Moody’s στα δομικά ελλείμματα και την πολιτική αδράνεια στην Ουάσινγκτον. Ο Μπέσεντ χαρακτήρισε τη Moody’s “καθυστερημένο δείκτη”, χωρίς να πείσει τις αγορές. Ωστόσο, η θετική ροή ξένων κεφαλαίων τον Μάρτιο περιόρισε τις απώλειες, δείχνοντας πως παραμένει η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών προς τις ΗΠΑ.
Οι επενδυτές αναπροσαρμόζουν τις εκτιμήσεις κινδύνου. Η απώλεια του rating Aaa ενδέχεται να δημιουργήσει εμπόδια για τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα κρατικά funds που βασίζονται σε τέτοιες αξιολογήσεις. Παρά ταύτα, η πιθανότητα μείωσης επιτοκίων από τη Fed και οι ελκυστικότερες αποτιμήσεις ενδέχεται να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά βραχυπρόθεσμα.
Ανεβαίνει το κόστος δανεισμού
Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου αυξήθηκε στο 4,51%, επεκτείνοντας την άνοδο της Παρασκευής, καθώς οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερη απόδοση για να διακρατούν μακροχρόνιο χρέος εν μέσω δημοσιονομικών ανησυχιών. Η άνοδος αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες για δύο μειώσεις επιτοκίων από τη Fed εντός του έτους, γεγονός που καταδεικνύει την αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στην πιστοληπτική αξιοπιστία των ΗΠΑ.
Η Moody’s υπογράμμισε το διαρκώς αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα καθώς οι φορολογικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ προβλέπεται να διευρύνουν το έλλειμμα. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι επενδυτές περιορίζονται από κανονισμούς ως προς την κατοχή υποβαθμισμένων ομολόγων, άλλοι ενδέχεται να δουν ευκαιρίες εφόσον οι αποδόσεις καταστούν επαρκώς ελκυστικές.
Η μεταβλητότητα στην αγορά ομολόγων αναμένεται να αυξηθεί τις επόμενες εβδομάδες, με τους επενδυτές να παρακολουθούν στενά τις νομοθετικές εξελίξεις και τα οικονομικά στοιχεία, για να διαμορφώσουν προβλέψεις αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις της Fed.
Ανορεξία ρίσκου
Ο δείκτης του δολαρίου ΗΠΑ υποχώρησε στο 100,6, καταγράφοντας σημαντική πτώση λόγω της υποβάθμισης από τη Moody’s και της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών. Το δολάριο εξασθένησε έναντι ασιατικών νομισμάτων, καθώς αυξήθηκαν οι ανησυχίες για πολιτική και δημοσιονομική αστάθεια. Παράλληλα, οι προσδοκίες για δύο μειώσεις επιτοκίων από τη Fed υπονόμευσαν περαιτέρω το δολάριο.
Ο χρυσός ενισχύθηκε άνω των $3.220 ανά ουγγιά, ανακάμπτοντας από την μεγαλύτερη εβδομαδιαία πτώση έξι μηνών. Η αύξηση της ζήτησης για ασφαλή καταφύγια ήταν αποτέλεσμα της εντεινόμενης ανησυχίας για τη δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ. Αν και η πρόσφατη ανακωχή με την Κίνα είχε οδηγήσει σε διόρθωση του χρυσού, η υποβάθμιση και η αβεβαιότητα γύρω από τη νομισματική πολιτική επανενεργοποίησαν τη ζήτηση.
Άλλα εμπορεύματα εμφάνισαν μικτές τάσεις, με τις αγορές να παρακολουθούν στενά τις επαφές του Προέδρου Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ενόψει πιθανής αποκλιμάκωσης στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Volatility…
Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τη Moody’s προσθέτει ένα ακόμη στρώμα αβεβαιότητας στο ήδη περίπλοκο μείγμα δημοσιονομικών και γεωπολιτικών προκλήσεων. Αν και οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις φαίνεται να είναι περιορισμένες, η συμβολική και ουσιαστική σημασία της απώλειας του Αaa είναι βαθιά και ενδεχομένως διαρκής.
Η προσοχή των αγορών στρέφεται πλέον στις συζητήσεις του Κογκρέσου για τον προϋπολογισμό, στην έκβαση των φορολογικών σχεδίων Τραμπ και στη νομισματική στρατηγική της Fed. Η υποβάθμιση θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για περαιτέρω επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές ή, αντιθέτως, να δικαιολογήσει πιο ήπια νομισματική στάση ως αντιστάθμιση στις αυξημένες αποδόσεις.
Οι επενδυτές πρέπει να προετοιμαστούν για ένα δεύτερο εξάμηνο του 2025 με αυξημένη μεταβλητότητα, καθώς το δημοσιονομικό ρίσκο, η αξιοπιστία των θεσμών και οι πολιτικές εξελίξεις θα παραμείνουν κυρίαρχες μεταβλητές.