Σε τροχιά εκτροχιασμού κινείται η αμερικανική οικονομία σύμφωνα με ανάλυση της Scope Ratings, η οποία κρούει το καμπανάκι του κινδύνου για εκτόξευση του χρέους στο 133% μέχρι το 2030, υπερβαίνοντας τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες, διαπίστωση που αποτελεί προοίμιο νέας υποβάθμισης.
Main Points
-
Το χρέος προβλέπεται να ξεπεράσει το 133% του ΑΕΠ έως το 2030 – επίπεδα υψηλότερα από της Γαλλίας ή του ΗΒ.
-
Οι πληρωμές τόκων θα καταναλώνουν 12% των κρατικών εσόδων — διπλάσιο από τους ομολόγους.
-
Το έλλειμμα θα παραμείνει κοντά στο 7% του ΑΕΠ τη δεκαετία 2026–2030.
-
Η μέση διάρκεια των ομολόγων είναι χαμηλή (5,9 έτη), γεγονός που καθιστά το χρέος ευαίσθητο στις αυξήσεις επιτοκίων.
-
Το συνδυασμένο βάρος υγειονομικής περίθαλψης και συντάξεων υπολογίζεται σε 127,5% του ΑΕΠ, το υψηλότερο μεταξύ ανεπτυγμένων χωρών.
-
Οι πολιτικοί περιορισμοί καθιστούν απίθανες τις απαραίτητες περικοπές στις υποχρεωτικές δαπάνες (Social Security, Medicare, άμυνα).
Σύμφωνα με την ανάλυση της Eiko Sievert, χωρίς ουσιαστικά διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ θα φθάσει το 133% έως το 2030, υπερβαίνοντας τις προβλέψεις μας για τη Γαλλία (122%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (111%), ενώ οι πληρωμές τόκων θα ανέλθουν κατά μέσο όρο στο 12% των δημοσίων εσόδων, τουλάχιστον διπλάσιες σε σχέση με τους ομολόγους τους.
Η ανάλυση της Scope Ratings αποτελεί ένα σημαντικό καμπανάκι κινδύνου για τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και πρέπει να ερμηνευτεί στο ευρύτερο πλαίσιο υποβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΗΠΑ και διάβρωσης της διεθνούς εμπιστοσύνης στο αμερικανικό δημοσιονομικό προφίλ. Η ανάλυση αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα δεδομένου ότι έρχεται σε συνέχεια της υποβάθμισης από τη Moody’s και αφού πλέον κανένας από τους τρεις μεγάλους οίκους (Moody’s, S&P, Fitch) δεν αποδίδει στις ΗΠΑ την ανώτατη βαθμίδα ΑΑΑ.
Η Scope Ratings (ευρωπαϊκός οίκος αξιολόγησης) επιβεβαιώνει την αξιολόγηση “ΑΑ” για τις ΗΠΑ, αλλά με αρνητική προοπτική (Negative Outlook). Αυτό υποδηλώνει ότι μια νέα υποβάθμιση είναι πιθανή αν δεν υπάρξουν θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις.
Η αξιολόγηση αυτή αναγνωρίζει μεν τα ισχυρά διαρθρωτικά στοιχεία των ΗΠΑ (μέγεθος οικονομίας, ρευστότητα αγορών, παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου), αλλά θέτει σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους και των δημοσιονομικών πολιτικών.
Η Scope Ratings, αν και δεν ανήκει στο “Big Three”, επιβεβαιώνει τη διαφαινόμενη συστημική τάση επιδείνωσης των δημοσιονομικών ΗΠΑ. Η ανάλυσή της τεκμηριώνει με αριθμούς την απουσία ουσιαστικής στρατηγικής για τη σταθεροποίηση του χρέους και εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς για το πώς η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου διαχειρίζεται τη φθορά του πιστοληπτικού της προφίλ.
Σανίδα σωτηρίας το δολάριο
Η επίμονη διατήρηση υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η άνοδος του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και οι περιορισμοί στη δημοσιονομική ευελιξία είναι οι βασικοί παράγοντες που ωθούν την ανοδική πορεία του αμερικανικού δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτές οι δυναμικές οδήγησαν στην απόφασή μας να διατηρήσουμε την αξιολόγηση AA των ΗΠΑ με αρνητική προοπτική στις 9 Μαΐου 2025, παρά την ύπαρξη ισχυρών πιστοληπτικών χαρακτηριστικών, όπως η ανθεκτική οικονομία, οι βαθιές και ρευστές κεφαλαιαγορές και η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Το γενικό έλλειμμα της κυβέρνησης των ΗΠΑ διευρύνθηκε στο 7,3% του ΑΕΠ το 2024, σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της προ πανδημίας περιόδου (4,8% την περίοδο 2015-2019). Αναμένουμε ότι το έλλειμμα θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και το 2025 στο 6,4% του ΑΕΠ, με μέσο όρο περίπου 7% την περίοδο 2026-2030, λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων και των μεγαλύτερων χρηματοδοτικών αναγκών για τη στήριξη προγραμμάτων κοινωνικών παροχών όπως η Κοινωνική Ασφάλιση (Social Security), το Medicare, και οι παροχές για συντάξεις και αναπηρίες στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων. Η πιθανή παράταση του φορολογικού νόμου του 2017 (Tax Cuts and Jobs Act), οι επιπλέον προτεινόμενες φοροελαφρύνσεις και οι αυξημένες δαπάνες για άμυνα και ασφάλεια συνόρων θα επιβαρύνουν περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά.
Η προβλεπόμενη αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στη διαρκή ύπαρξη πρωτογενών ελλειμμάτων και στις υψηλές καθαρές πληρωμές τόκων, που αναμένεται να ανέλθουν κατά μέσο όρο στο 12% των εσόδων την περίοδο 2025-2030. Συγκριτικά, το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 7% για το Ηνωμένο Βασίλειο, 5% για τη Γαλλία και το Βέλγιο και μόλις 2,5% για τη Γερμανία. Δεδομένου ότι η μέση διάρκεια των αμερικανικών ομολόγων είναι 5,9 έτη, έναντι 7,2 ετών κατά μέσο όρο για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αυξημένες αποδόσεις επιδρούν ταχύτερα στη δυναμική του χρέους.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες φθάνουν το 38% του ΑΕΠ το 2025 και αναμένεται να παραμείνουν υψηλές, με μέσο όρο 34% του ΑΕΠ για την περίοδο 2026-2030 — το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών με αξιολόγηση από τη Scope, με εξαίρεση την Ιαπωνία (Α/Σταθερό).
Υποχρεωτικές δαπάνες και μακροπρόθεσμες πιέσεις διαμορφώνουν τη δημοσιονομική πορεία
Η περιορισμένη ευελιξία στον προϋπολογισμό μειώνει την ικανότητα της κυβέρνησης να αντισταθμίσει τις αυξημένες δαπάνες μέσω σημαντικών περικοπών ή αύξησης των εσόδων. Το 2024, οι υποχρεωτικές δαπάνες, όπως τα προγράμματα υγείας και η Κοινωνική Ασφάλιση, ανήλθαν περίπου στο 60% των συνολικών ομοσπονδιακών δαπανών. Οι διακριτικές δαπάνες, που καθορίζονται μέσω του ετήσιου προϋπολογισμού και των νομοθετικών διαδικασιών του Κογκρέσου, αντιστοιχούν περίπου στο 27%, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές σχετίζονται με αμυντικές δαπάνες. Τέλος, οι καθαρές πληρωμές τόκων αντιστοιχούσαν σε περίπου 13% του συνόλου.
Οι συνεχιζόμενες πιέσεις δαπανών, ιδιαίτερα από τις υποχρεωτικές παροχές και τους τόκους, αναμένεται να οδηγήσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 169% έως το 2055, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO). Αυτή η πορεία αντικατοπτρίζει και τις μακροχρόνιες πιέσεις λόγω γήρανσης του πληθυσμού. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η καθαρή παρούσα αξία των δαπανών για υγειονομική περίθαλψη (112%) και συντάξεις (15%) θα ανέλθει συνολικά στο 127,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2024-2050 — η υψηλότερη μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Οι προτάσεις του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για μειώσεις στις διακριτικές δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2026, σε συνδυασμό με αυξημένα έσοδα από δασμούς, δεν αναμένεται να μειώσουν σημαντικά το έλλειμμα. Οι περικοπές περιλαμβάνουν 22,6% στις μη αμυντικές δαπάνες, ήτοι 163 δισ. δολάρια.
Ωστόσο, με συνολικές κυβερνητικές δαπάνες ύψους 6,75 τρισ. δολαρίων το 2024, αυτές οι περικοπές αντιστοιχούν μόνο σε 0,5% του ΑΕΠ. Παράλληλα, η πρόταση για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 13% υποδηλώνει ότι το συνολικό ύψος των διακριτικών δαπανών θα παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητο. Επιπλέον, οι νέοι δασμοί που ανακοινώθηκαν τον Απρίλιο του 2025, ανήμερα της «Ημέρας Απελευθέρωσης», ενδέχεται – σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (Wharton School) – να αποφέρουν 145 δισ. δολάρια ετησίως την επόμενη δεκαετία (λιγότερο από 0,5% του ΑΕΠ).
Τέλος, ακόμη και αν εντοπιστούν πρόσθετες εξοικονομήσεις μέσω περιορισμού της απάτης και λανθασμένων πληρωμών, η σημαντική μείωση του ελλείμματος μέσω περικοπών απαιτεί και μείωση των υποχρεωτικών δαπανών. Ωστόσο, οι πολιτικοί περιορισμοί καθιστούν τέτοιες κινήσεις απίθανες. Χωρίς περικοπές στην Κοινωνική Ασφάλιση, στο Medicare ή στις αμυντικές δαπάνες, η σταθεροποίηση της πορείας του χρέους θα αποδειχθεί δύσκολη χωρίς νέα φορολογικά μέτρα, όπως ευρείας βάσης αυξήσεις φόρων.
Συνολική Εικόνα μετά τις Υποβαθμίσεις των ΗΠΑ
-
S&P (2011): Αφαιρεί το ΑΑΑ λόγω της πολιτικής πόλωσης και της αποτυχίας διαχείρισης του χρέους.
-
Fitch (Αύγουστος 2023): Υποβαθμίζει λόγω επιδείνωσης στη δημοσιονομική διακυβέρνηση και αύξησης χρέους.
-
Moody’s (Νοέμβριος 2024): Υποβαθμίζει ή αφαιρεί το ΑΑΑ, επικαλούμενη θεσμικούς και πολιτικούς κινδύνους, τη διαρκή αύξηση ελλειμμάτων και την αδυναμία εξισορρόπησης δαπανών.
Η Scope, παρότι μικρότερος οίκος, εναρμονίζεται με την παγκόσμια τάση αναγνώρισης της διαρθρωτικής επιδείνωσης του αμερικανικού δημόσιου τομέα.