«Από το κακό στο χειρότερο» βαδίζει η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, σύμφωνα με νέα έκθεση-καμπανάκι από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch).
Με αιχμή τις υποκλοπές δημοσιογράφων, τις καταχρηστικές διώξεις και τη συστηματική υπονόμευση της πολυφωνίας, η HRW καταγράφει μια ζοφερή πραγματικότητα, όπου η ελευθερία της έκφρασης και η ανεξάρτητη δημοσιογραφία βρίσκονται υπό πολιορκία. Παρά τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, η χώρα εμφανίζεται να διολισθαίνει σε επικίνδυνες πρακτικές, που παραπέμπουν περισσότερο σε καθεστώτα ελέγχου παρά σε φιλελεύθερη δημοκρατία.
Μια προοδευτική βιτρίνα με αυταρχικό υπόστρωμα
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που εκλέχθηκε το 2019 με την υπόσχεση εκσυγχρονισμού και σταθερότητας, φρόντισε να προβάλει διεθνώς την εικόνα μιας «νέας Ελλάδας». Ωστόσο, η έκθεση της Human Rights Watch αποδομεί αυτή τη βιτρίνα, επισημαίνοντας πως πίσω από τη ρητορική περί ανάπτυξης και ευρωπαϊκής σταθερότητας, εφαρμόζονται πολιτικές που συστηματικά παραβιάζουν θεμελιώδεις ελευθερίες. Από τη στοχοποίηση δημοσιογράφων και τη χρήση spyware όπως το Predator, μέχρι την άσκηση πίεσης μέσω κρατικής διαφήμισης και τις στρατηγικές μηνύσεις φίμωσης (SLAPPs), η κυβέρνηση φαίνεται να μετατρέπει την ελευθερία του Τύπου σε απειλή προς εξουδετέρωση.
Μια δημοσιογραφία υπό απειλή
Η HRW κάνει εκτενή αναφορά στις στοχευμένες παρακολουθήσεις ερευνητών δημοσιογράφων, ακόμα και αυτών που αποκάλυψαν το σκάνδαλο των υποκλοπών. Επισημαίνει επίσης ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο –με απομεινάρια από εποχές παρωχημένες– επιτρέπει την ποινική δίωξη για δυσφήμηση, ενώ δεν παρέχει ουσιαστικά εμπόδια στην κατάχρηση του δικαστικού μηχανισμού από ισχυρούς που επιδιώκουν να φιμώσουν την κριτική. Το αποτέλεσμα είναι ένα τοπίο όπου η αυτολογοκρισία ενισχύεται, η ανεξαρτησία των μέσων συρρικνώνεται και οι πολίτες στερούνται ουσιαστικής πληροφόρησης.
Συγκέντρωση εξουσίας και φίμωση της πολυφωνίας
Η έκθεση τονίζει πως η ελευθερία των ΜΜΕ στην Ελλάδα υπονομεύεται συστημικά από την υπερσυγκέντρωση ιδιοκτησίας και επιρροής, την κυβερνητική παρέμβαση στη δημόσια τηλεόραση και τη στοχευμένη κατανομή διαφήμισης. Η Human Rights Watch υπογραμμίζει ότι αυτό το περιβάλλον ευνοεί τη μονόπλευρη προβολή της κυβέρνησης και αποθαρρύνει κάθε μορφή ελέγχου και κριτικής. Η εικόνα που σκιαγραφείται είναι εκείνη ενός κράτους που αντί να θωρακίζει την ενημέρωση, την εργαλειοποιεί για πολιτικό όφελος.
Προοδευτικό προσωπείο
Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων, σε συνδυασμό με την προσφυγική κρίση, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία εξελέγη τον Ιούλιο του 2019, προσπάθησε να προβάλλει διεθνώς μία εικόνα προοδευτικής και σύγχρονης διακυβέρνησης ικανής να οδηγήσει την Ελλάδα προς ένα καλύτερο μέλλον. Ωστόσο, τεράστια ερωτηματικά σκιάζουν αυτή την προοδευτική εικόνα, δεδομένων των βάσιμων ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα που εγείρουν οι εγχώριες πολιτικές οι οποίες δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα αυστηρά αντι-μεταναστευτικά μέτρα, για τις κατασταλτικές τακτικές αστυνόμευσης, για τα σκάνδαλα και για τις προσπάθειες καταστολής κάθε ασκούμενης κριτικής.
Στους ασκούντες κριτική συγκαταλέγονται δημοσιογράφοι -ιδιαίτερα όσοι εργάζονται σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία-, ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσιογράφοι έχουν στοχοποιηθεί με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού (όπως στην υπόθεση υποκλοπών μέσω Predator) αλλά και των φαινομενικά νόμιμων μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην πράξη για να παρενοχλούν, να εκφοβίζουν, ακόμη και να φιμώνουν τη διαφωνία και τη δημοσιογραφική έρευνα. Οι εκστρατείες διαδικτυακής παρενόχλησης, οι οποίες συχνά ενορχηστρώνονται ή ενθαρρύνονται από παράγοντες που πρόσκεινται στη κυβέρνηση, συμβάλλουν περαιτέρω σε ένα εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους. Οι ενέργειες αυτές, σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης να διασφαλίσει τον πλουραλισμό των ΜΜΕ, με τον κυβερνητικό έλεγχο επί των κρατικών μέσων ενημέρωσης και με την αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων και συντακτών, έχουν δυσμενείς συνέπειες για τη δημοκρατία και το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση στην Ελλάδα.
Πρακτικές υπονόμευσης του πλουραλισμού
Παρά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υφιστάμενες εγχώριες πρακτικές, όπως καταγράφονται στην παρούσα έκθεση, αναδεικνύουν πρακτικές που υπονομεύουν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ειδικά σε ό,τι αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθεροτυπία. Οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο πλουραλισμός των ΜΜΕ, υπό την έννοια της ύπαρξης ενός ποικιλόμορφου φάσματος μέσων ενημέρωσης υπό διάφορα ιδιοκτησιακά καθεστώτα και με ποικίλες απόψεις, είναι θεμελιώδης για την υγιή δημοκρατία και παρέχει ένα επίπεδο ανεξάρτητου ελέγχου που βοηθάει στην προάσπιση του κράτους δικαίου. Η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα ένα έντονα συγκεντρωτικό μιντιακό τοπίο, όπου κυριαρχούν τα μέσα που ευθυγραμμίζονται με το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, υπονομεύει τον εν λόγω πλουραλισμό. Η κατάσταση αυτή οφείλεται, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, στις ανεπαρκείς νομικές ασφαλιστικές δικλείδες για την πρόληψη της συγκέντρωσης των ΜΜΕ και στην αθέμιτη πολιτική επιρροή, καθώς επίσης και στην ανεπαρκή εφαρμογή του υφιστάμενου νομικού πλαισίου για τη ρύθμιση των ΜΜΕ, στη διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και στον ανταγωνισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης να μπορούν να υπερισχύουν έναντι των αρχών της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, γεγονός το οποίο, όταν συνδυάζεται με στοχευμένες προσπάθειες κυβερνητικών αξιωματούχων να φιμώνουν ανεξάρτητες φωνές, δημιουργεί ένα τοπίο που ευνοεί τη θετική προβολή της κυβέρνησης. Αυτό οδηγεί επιπλέον στην καταστολή της δημοσιογραφίας που ασκεί κριτική και στη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ.
Οι κρατικές ενέργειες υπονομεύουν την ελευθερία των ΜΜΕ
Η παρούσα έκθεση εστιάζει συγκεκριμένα σε περιπτώσεις όπου οι κρατικές ενέργειες υπονομεύουν την ελευθερία των ΜΜΕ με τρόπους που υποσκάπτουν το κράτος δικαίου. Εξετάζει περιπτώσεις όπου το κράτος επιδίωξε να ελέγξει τα ΜΜΕ προκειμένου να περιορίσει τον έλεγχο και την άσκηση κριτικής στις ενέργειές του, μεταξύ άλλων παρακινώντας την αυτολογοκρισία, αποδυναμώνοντας τον ρόλο των ΜΜΕ στη λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας και υπονομεύοντας τα δικαιώματα που άπτονται της ελευθερίας έκφρασης και ενημέρωσης για όλους στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων όσων εργάζονται στα ΜΜΕ.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι που άσκησαν κριτική στη κυβέρνηση ανέφεραν ότι ήρθαν αντιμέτωποι με τον εκφοβισμό και την παρενόχληση εκ μέρους των κυβερνητικών αξιωματούχων. Οι ενδείξεις κρατικής παρακολούθησης δημοσιογράφων -είτε μέσω των πιο «παραδοσιακών» μέσων όπως υποκλοπές από κρατικούς φορείς είτε μέσω της στόχευσής τους με εμπορικό κατασκοπευτικό λογισμικό- εγείρουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ιδιωτικότητα και την ελευθερία της έκφρασης και ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στη δημοσιογραφία καθώς οι πηγές φοβούνται την ταυτοποίησή τους και οι δημοσιογράφοι φοβούνται για την ασφάλειά τους.
Ο ρόλος της Δικαιοσύνης
Εξίσου ανησυχητική είναι η ευκολία με την οποία στο Ελληνικό Δίκαιο οι ισχυροί παράγοντες δύνανται να εργαλειοποιούν το νομικό σύστημα και να στρέφονται κατά επικριτικών δημοσιογράφων μέσω καταχρηστικών αγωγών, των αποκαλούμενων SLAPP (Strategic Lawsuits Against Public Participation), οι οποίες αποσκοπούν στην οικονομική εξάντληση και τον εκφοβισμό των ανεξάρτητων μέσων. Βασικό μέσο για αυτές τις αγωγές είναι ο παροχυμένος, ηλικίας δεκαετιών, Νόμος περί Αστικών Αδικημάτων για τη δυσφήμιση που είναι γνωστός και ως «τυποκτόνος νόμος». Η Ελλάδα δεν διαθέτει ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες κατά των συγκεκριμένων αγωγών προκειμένου να περιοριστεί η κατάχρηση του νομικού συστήματος για τη φίμωση δημοσιογράφων και υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας πρόσφατα τροποποιήθηκε με στόχο την αποποινικοποίηση της «απλής δυσφήμησης», δηλαδή της διάδοσης ενός γεγονότος (ακόμα και αληθούς) το οποίο μπορεί να προσβάλει την τιμή ή τη φήμη κάποιου. Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη ομοφωνία σε ό,τι αφορά το διεθνές δίκαιο και τις εκκλήσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων για την κατάργηση του ποινικού αδικήματος της συκοφάντησης, η νομοθεσία της Ελλάδας εξακολουθεί να στοιχειοθετεί ποινική ευθύνη για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση -διάδοση ισχυρισμού που βλάπτει την τιμή ή τη φήμη ενός προσώπου, παρά τη γνώση ότι είναι ψευδής– γεγονός που αποτελεί μία ακόμα τροχοπέδη για τη δημοσιογραφία.
Το «Predator»
Το 2022, το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών, ευρύτερα γνωστό ως σκάνδαλο «Predator» που πήρε το όνομά του από το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για τις παρακολουθήσεις, έγινε το σύμβολο των απειλών εναντίον της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Οι δημοσιογράφοι, ειδικά οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι, αποτέλεσαν κύριους στόχους παρακολούθησης, τόσο μέσω των ενεργειών της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) όσο και μέσω της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού για την παρακολούθηση των επικοινωνιών τους. Ακόμα και κάποιοι δημοσιογράφοι που διερεύνησαν το σκάνδαλο, τέθηκαν με τη σειρά τους υπό παρακολούθηση.
Τέλος, ο έλεγχος που ασκούν οι ελληνικές αρχές στα κρατικά ΜΜΕ οδήγησε σε αθέμιτη επιρροή επί του περιεχομένου και επί των συντακτικών οδηγιών, ενώ η χρήση από πλευράς της κυβέρνησης δημόσιων διαφημιστικών κονδυλίων για τη στήριξη ιδιωτικών ΜΜΕ, έχει αξιοποιηθεί με σκοπό την κατεύθυνση της ενημέρωσης προς όφελος της κυβέρνησης.
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, είναι επιτακτική ανάγκη να ανακληθεί το διάταγμα με το οποίο η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης – ο εποπτικός φορέας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (ΕΡΤ) και του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων – υπάγεται στην αρμοδιότητα του Γραφείου του Πρωθυπουργού.
Αποπνικτικό εργασιακό περιβάλλον
Οι δημοσιογράφοι που παραχώρησαν συνέντευξη για την παρούσα έκθεση όλοι έκαναν λόγο για αποπνικτική ατμόσφαιρα στον χώρο εργασίας τους και για ένα διάχυτο κλίμα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας μέσα στο οποίο καλούνται να εργαστούν.
Υπάρχουν αυξανόμενοι διεθνείς προβληματισμοί για την κατάσταση της ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι αντικατοπτρίζονται στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (Reporters Without Borders’ (RSF) World Press Freedom Index), όπου η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Τον Φεβρουάριο του 2024, σε ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Οι εκθέσεις για το Κράτος Δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν επίσης αναδείξει απειλές για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, αν και αναγνωρίζουν ότι υπήρξαν ορισμένες θετικές εξελίξεις. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέρριψε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, λέγοντας ότι το κράτος δικαίου στην Ελλάδα είναι «ισχυρότερο παρά ποτέ» και ότι «η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο συκοφαντιών» σε ό,τι αφορά τις επικρίσεις για τη στάση της κυβέρνησής του σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ζητήματα εθνικής ασφάλειας (;)
Το σκάνδαλο των υποκλοπών το 2022 αναδεικνύει έναν ακόμα προβληματισμό: η κυβέρνηση φαίνεται να υπονομεύει μεθοδικά τις προσπάθειες απόδοσης ευθυνών, στις οποίες ενδεχομένως εμπλέκονται πολιτικοί και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση επικαλέστηκε ζητήματα εθνικής ασφάλειας ώστε να παρεμποδίσει την αποκάλυψη συναφών και αποδεικτικών στοιχείων, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας έχει διατάξει έρευνα για την ταυτοποίηση των μαρτύρων που παρείχαν τα εν λόγω στοιχεία, στο πλαίσιο μίας φαινομενικά συντονισμένης προσπάθειας συγκάλυψης παρατυπιών. Ομοίως, με το σκάνδαλο της Λίστας Πέτσα, που αφορά τη διαδικασία διανομής δημόσιων κονδυλίων σε μέσα ενημέρωσης από την ελληνική κυβέρνηση, αναδεικνύεται ένα ανησυχητικό μοτίβο απροθυμίας των αρχών να αποκαλύψουν τις σχετικές πληροφοριές που αποσκοπούν στην προάσπιση της διαφάνειας και στην απόδοση ευθυνών. Η αρχική άρνηση δημοσιοποίησης της λίστας των αποδεκτών των κονδυλίων, μια σειρά από ενδείξεις μεροληψίας κατά την απόδοση των κονδυλίων και η παρεμπόδιση των ερευνών είναι παραδείγματα σκόπιμων προσπαθειών απόκρυψης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τον δημόσιο έλεγχο με αποτέλεσμα την υπονόμευση της διαφάνειας και τη διάβρωση των δημοκρατικών αρχών.
Τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης συνιστούν ακρογωνιαίο λίθο μίας υγιούς δημοκρατίας, διότι, μεταξύ άλλων, διασφαλίζουν ότι το κοινό έχει τις απαιτούμενες πληροφορίες για να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις και να θέτει τις αρχές προ των ευθυνών τους. Βάσει των όσων καταγράφονται στην παρούσα έκθεση, η υφιστάμενη κατάσταση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα απέχει πολύ από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας βάσει του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης.
Οι κυβερνητικές θέσεις
Αν και οι προκλήσεις για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα είναι τεράστιες, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι η κυβέρνηση έχει αντιδράσει ως έναν βαθμό στην κριτική και στις πιέσεις. Σε περιπτώσεις έντονης αντίδρασης, οι αρχές έκαναν περιστασιακά παραχωρήσεις, αν και η έκταση και ο αντίκτυπος αυτών των ενεργειών τελούν υπό αμφισβήτηση. Κατά συνέπεια, ορισμένοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί να επικροτήσουν τις κυβερνητικές αντιδράσεις, που συχνά περιλαμβάνουν τη δημιουργία μητρώων και ομάδων εργασίας, οι οποίες φαίνεται να έχουν ως στόχο μάλλον την τυπική συμμόρφωση και την επίδειξη προόδου, χωρίς σαφείς ενδείξεις ουσιαστικού αντίκτυπου. Ωστόσο, σηματοδοτούν επίσης έναν βαθμό συνειδητοποίησης και, ενίοτε, την προθυμία να αντιμετωπιστούν τα τρέχοντα ζητήματα.
Όταν δόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η ευκαιρία να απαντήσει στις ανησυχίες που περιγράφονται στην παρούσα έκθεση, εκείνη υπερασπίστηκε την υφιστάμενη κατάσταση και τις ενέργειές της ειδικότερα. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι καταγγελίες περί παρενόχλησης δημοσιογράφων είναι υπερβολικές και ανυπόστατες και ότι η παρακολούθηση διεξάγεται πάντα νόμιμα και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Υποστηρίζουν ότι οι υφιστάμενοι νόμοι παρέχουν επαρκή προστασία από καταχρηστικές αγωγές και απορρίπτουν τις εν λόγω αγωγές χαρακτηρίζοντάς τις ως εξαιρέσεις. Διαβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους στις αρχές της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και του κράτους δικαίου, προβάλλοντας ως απόδειξη την αποποινικοποίηση ορισμένων τύπων δυσφήμισης και υποβαθμίζοντας την ανασταλτική επίδραση της διατήρησης ποινικών κυρώσεων σε άλλα είδη δυσφήμισης. Όσον αφορά τα δημόσια μέσα ενημέρωσης και την κρατική διαφήμιση, υποστηρίζουν ότι όλα είναι δίκαια, διαφανή και χωρίς αθέμιτη επιρροή.
Τι προτείνει το HRW
Αν και το HRW χαιρετίζει τη δηλωμένη δέσμευση της κυβέρνησης για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η ερμηνεία της έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα της παρούσας έκθεσης, η οποία βασίζεται σε εγκυρότατες μαρτυρίες δημοσιογράφων που αναφέρουν τον εκφοβισμό, την παρακολούθηση και τη δικαστική παρενόχληση που βίωσαν οι ίδιοι. Επιπλέον, η έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά την κρατική διαφήμιση, οι αποκαλύψεις για τη «Λίστα Πέτσα» και η απροθυμία της κυβέρνησης να επιτρέψει τον έλεγχο και να διασφαλίσει την απόδοση ευθυνών για τις ενέργειές της υπονομεύουν την αξιοπιστία της απάντησής της.
Η κυβέρνηση πρέπει να αποδεχθεί ότι οφείλει να λάβει αποφασιστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες που εκφράζονται από πολλές πηγές σχετικά με την πολύπλευρη υπονόμευση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Η επίμονη διάψευση του προβλήματος και η αδυναμία ανάληψης δράσης θα θέσει σε κίνδυνο το κύρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς διακυβεύονται βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Η προστασία των δημοσιογράφων από την παρενόχληση και τον εκφοβισμό, η προάσπιση του δικαιώματος στην πληροφόρηση, η προώθηση του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης και η καλλιέργεια ενός κλίματος που ευνοεί την ανεξάρτητη δημοσιογραφία αποτελούν ουσιώδη βήματα προκειμένου η Ελλάδα να τηρήσει τις δημοκρατικές της δεσμεύσεις και να διασφαλίσει μια ελεύθερη και ανοικτή κοινωνία.