Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν την Παρασκευή, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Απρίλιο μειώθηκε στο 2,7%, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίος ανέρχεται στο 2,2%. Αν και η ελαφρά μείωση του πληθωρισμού ενδεχομένως να δημιουργεί μια αίσθηση σταθερότητας, η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να βιώνουν τις συνέπειες της αυξανόμενης αγοραστικής αδυναμίας, με βασικά αγαθά και υπηρεσίες να παραμένουν ακριβότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Η πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στον πληθωρισμό και την οικονομική ανάκαμψη συνεχίζει να είναι ελλιπής και αποσπασματική. Αντί να προχωρήσει σε μία στρατηγική που θα ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη παραγωγική ικανότητα της χώρας και θα περιορίσει τις αυξήσεις τιμών μέσω της ενίσχυσης των παραγωγικών τομέων, η κυβέρνηση επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμες λύσεις, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις ή ενισχύσεις που ενδεχομένως να ικανοποιούν βραχυπρόθεσμα τα κοινωνικά αιτήματα, αλλά δεν αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος.
Παράλληλα, η συνεχής εξάρτηση από τις αυξήσεις των δημοσίων δαπανών και την αδυναμία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, επιβαρύνοντας το μέλλον των επόμενων γενιών. Ειδικά το υπέρογκο δημόσιο χρέος, που βρίσκεται σε επίπεδα πάνω από το 175% του ΑΕΠ, παραμένει μια βραδυφλεγής βόμβα για την οικονομική σταθερότητα της χώρας.
Η έλλειψη μιας βιώσιμης στρατηγικής για την ανάπτυξη των εξαγωγών και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής είναι επίσης εμφανής. Παρά τα όποια βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές, γεγονός που δημιουργεί διαρκώς αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και εντείνει την ανάγκη για εξωτερική χρηματοδότηση.
Στην ουσία, οι κυβερνητικές επιλογές φαίνονται να στερούνται ενός συνολικού σχεδίου που να επιδιώκει την πλήρη απεξάρτηση της οικονομίας από εξωτερικούς παράγοντες και την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Η πολιτική αυτή οδηγεί σε συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και σε ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς τα βάρη της οικονομικής κρίσης παραμένουν ανισομερώς κατανεμημένα.