Να αποκαταστήσει το κλίμα πολιτικής σταθερότητας και τον ορίζοντα τετραετίας της κυβέρνησης προσάθησε με την ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ξεκαθαρίζοντας ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της θητείας και ότι ο ίδιος θα είναι εκ νέου επικεφαλής.
«Θα το ξαναπώ όσο πιο καθαρά μπορώ. Εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, το 2027 και θα είναι νικηφόρες, με εμένα στην πρώτη γραμμή της μάχης», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, που συνεδρίασε με θέμα την εκλογή γραμματέα.
Με την ομιλία του αυτή ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπάθησε να στείλει μήνυμα επανεκίνησης και αποκατάστασης της πολιτικής κανονικότητας, δείχνοντας δεν υπάρχουν ειρείσματα που μπορούν να αμφισβητήσουν την πολιτική του κυριαρχία.
Το μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη έρχεται μετά τη συζήτηση για τα εξοπλιστικά στη Βουλή, αφού η υπόθεση των Τεμπών έχει δρομολογηθεί για επίλυση εκτός της Βουλής και εν μέσω διεθνούς χρηματιστηριακού πανικού που ακολούθησε την επιβολή δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Έλληνας πρωθυουργός προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει την απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης και την ανάγκη επιβίωσης ηγετών που διαθέτουν το καλώς έχειν της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.
Το Μαξίμου επανέρχεται επαναφέροντας το δίλημμα Μητσοτάκης ή αποσταθεροποίηση, το οποίο μπορεί να γίνει πιο εύκολα πιστευτό όταν η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου φιγουράρει ως δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις.
Η απουσία ώριμης εναλλακτικής λύσης σε επίπεδο προσώπου και σχηματισμών για την αμφισήτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οδηγεί σε μαζικοποίηση και ανακατεύθυνση της ψήφου διαμαρτυρίας, με την Ζωή Κωνσταντοπούλου να αποτελεί την πρώτη αντισυστημική κοινοβουλευτική επιλογή εις βάρος της οποίας δεν εκρεμούν ποινικές διώξεις. Βέβαια, τέτοιο ρόλο θα μπορούσε να παίξει και ο Κυριάκος Βελόπουλος, ωστόσο η ιδεολογική του εγγύτητα με τον Πούτιν και τον Τραμπ θα πορούσε να συνιστά ουσιατική απειλή για τη Νέα Δημοκρατία.
Έτσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει συνειδητά ως ευκόλοτερη αντίπαλο τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, καθώς οι απώλειες από τη δική του πλευρά προς το κόμμα της είναι περιορισμένες, ενώ αντιθέτως η δυναμική ανόδου της υπονομεύει την προσπάθεια ανασύστασης της Κεντροαριστεράς. Γι’ αυτό άλλωστε τόσο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όσο και ο Άδωνις Γεωργιάδης την θέτουν στο επίκεντρο ζητημάτων και απαντήσεών τους, καθιστώντας σαφές ότι η κυβέρνηση τη θωρεί συνομιλητή.
Αν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι θα παραμείνει επικεφαλής της Νέδας Δημοκρατίας και στις εκλογές του 2027, επέμεινε στη θεσμική αναβάθμιση του Κωστή Χατζηδάκη, στέλνοντας σαφές μήνυμα στο εσωτερικό ότι η ιεραρχία έχει δομηθεί και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
Δηλώσεις Μητσοτάκη
Ο πρωθυπουργός, σε μια περίοδο κατά την οποία οι εσωκομματικές ισορροπίες στην κυβέρνηση παραμένουν εύθραυστες, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις με επίκεντρο τις αυξήσεις στους στρατιωτικούς, άσκησε την κριτική στην αντιπολίτευση, αλλά έστειλε και σαφή μηνύματα προς το εσωτερικό της Ν.Δ.
Πέρα από την παραπάνω αποστροφή, με σαφή κατεύθυνση να βάλει «στοπ» στα σενάρια πρόωρων εκλογών, καθώς και στη «δελφινολογία» που είχε αναπτυχθεί τις τελευταίες εβδομάδες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκρουσε εσωκομματικό «καμπανάκι» κατά της «παθολογικής εσωστρέφειας», όπως είπε.
«Κανείς υπουργός δεν πρέπει να βλέπει το υπουργείο του σαν ένα προσωπικό βασίλειο. Οπως και κάθε βουλευτής δεν μπορεί να θεωρεί τον αριθμό σταυρών προτίμησης ισχυρότερο από το σύμβολο του κόμματος το οποίο τον εξέλεξε», τόνισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε:
«Είμαι ανοιχτός σε όλους σας. Επιδιώκουμε τις διαφορετικές απόψεις που θα μας κάνουν πιο δυνατούς. Αλλο η διαφορετική άποψη, που είναι επιβεβλημένη, και άλλο η παθολογική εσωστρέφεια, που σε αυτές τις συγκυρίες δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή».
Τέλος στην εσωστρέφεια
Ο πρωθυπουργός ζήτησε να κλείσει «ο κύκλος προβληματισμού και ενδεχομένως αμηχανίας κυβέρνησης και κόμματος». «Θέλω να θυμίσω ότι κι άλλες φορές συναντήσαμε δυσκολίες, ωστόσο συνόδευσα αυτήν την ανασκόπηση και με τα καθήκοντα τα οποία έχουμε μπροστά μας, ώστε να είναι ξεκάθαρος ο δρόμος προς τις εκλογές», επισήμανε.
Υπογράμμισε ακόμη την ανάγκη να διατηρηθεί η εσωτερική σταθερότητα απέναντι «σε ένα εγχώριο κύμα χειραγώγησης της κοινωνίας», όπως είπε. «Επιμένω σε αυτό, καθώς νομίζω το βλέπετε και εσείς μέσα από τις δημόσιες αντιπαραθέσεις σας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που καραδοκούν, που είναι έτοιμοι να διαστρεβλώσουν τα πάντα. Το είδαμε εξάλλου αυτό και στις πρόσφατες ανακοινωθείσες αυξήσεις των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων», είπε, συνεχίζοντας:
«Ηταν μια γενναία πρωτοβουλία που κινδύνευσε –ας είμαστε ειλικρινείς– να χάσει τον δρόμο της. Από τη μία πλευρά, διότι οι οποίες επιτυχίες δεν μπορούν να οδηγούν αυτόματα σε καινούργιες και μάλιστα ακοστολόγητες προσδοκίες, ενώ, από την άλλη, η αναγκαία ενίσχυση κάθε επαγγελματικής ομάδας δεν γίνεται κάθε φορά να τίθεται αντιπαρατεθικά με τις ανάγκες κάποιων άλλων».
Εκλογές το 2027
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε τη βεβαιότητά του για νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2027. «Αν μπορέσουμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας και, από την άλλη, να χαρτογραφήσουμε μια πορεία σταθερότητας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον, παρά τα σύννεφα που ίσως μπορεί να σκιάζουν σήμερα τον ορίζοντα, το 2027 οι πολίτες θα εμπιστευτούν και πάλι τη μόνη δύναμη σταθερότητας και μεγάλων αλλαγών που μπορεί να οδηγήσει αυτή τη χώρα με ασφάλεια στο αύριο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στην υπόθεση των Τεμπών, διεμήνυσε: «Τώρα πιστεύω πως έχει έρθει η σειρά της αλήθειας να αντεπιτεθεί», προσθέτοντας πως «υπήρξε μια προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Κάποιοι επιχείρησαν να εργαλειοποιήσουν τον ανθρώπινο πόνο για πολιτικά οφέλη».
Συμβούλιο με Χατζηδάκη για δασμούς
Οσον αφορά τους δασμούς Τραμπ, ο κ. Μητσοτάκης γνωστοποίησε ότι «τη Δευτέρα συγκαλούμε μαζί με τον αντιπρόεδρο, Κωστή Χατζηδάκη, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής προκειμένου να αποτιμήσουμε τις επιπτώσεις και στη χώρα μας από την επιβολή των δασμών Τραμπ και να αποφασίσουμε για τις δικές μας πρωτοβουλίες ως προς την προστασία της ελληνικής οικονομίας».