Αστυνομικός της Βουλής συνελήφθη και καταδικάστηκε από το αυτόφωρο για ενδοοικογενειακή βία, ενώ εκκρεμεί σε βάρος του καταγγελία από την σύζυγό του, επίσης αστυνομικό για σεξουαλική κακοποίηση των τέκνων τους.
Συνελήφθη αστυνομικός της Βουλής ο οποίος καταγγέλθηκε από τη σύζυγό του, επίσης αστυνομικό, για ενδοοικογενειακή βία, αλλά και για σεξουαλική κακοποίηση των τεσσάρων παιδιών τους. Ο ίδιος καταδικάστηκε από το αυτόφωρο με αναστολή και αφέθηκε ελεύθερος. Ακολούθησε εγκλεισμός του σε ψυχιατρείο και νέες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση των τέκνων του από τη σύζυγό του, επίσης αστυνομικό.
Οι κοινωνικές υπηρεσίες αφαίρεσαν την επιμέλεια από τους γονείς καθώς είχαν αλληλομηνυθεί, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο σκηνικό.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες, υπήρξε καταγγελία στις 18 Νοεμβρίου στο τμήμα ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛ.ΑΣ.
Οπως είπε ο κ. Τασούλας, την επομένη της καταγγελίας, «διώξαμε» από την υπηρεσία ασφάλειας τον καταγγελλόμενο αστυνομικό.
Ο συλληφθείς παραπέμφθηκε στο αυτόφωρο στις 20 Νοεμβρίου και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση με αναστολή. Μετά την κατηγορία εις βάρος του, ο αστυνομικός φέρεται να είπε στη μητέρα του ότι θα αυτοκτονήσει, με αποτέλεσμα η ΕΛ.ΑΣ. να τον αναζητήσει και να τον οδηγήσει στο ψυχιατρείο του Στρατού.
Καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών του
Ωστόσο, η σύζυγος του αστυνομικού, που υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία της Αθήνας, προχώρησε σε νέες καταγγελίες εις βάρος του, και συγκεκριμένα για σεξουαλική κακοποίηση των τεσσάρων παιδιών τους.
Το «αποτρόπαιο» αυτό γεγονός οδήγησε σε νέα προανακριτική διαδικασία αλλά και σε αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών από τους γονείς, καθώς μεσολάβησαν αλληλοκατηγορίες μεταξύ των συζύγων.
Οπως αναφέρθηκε κατά την ενημέρωση των κοινοβουλευτικών συντακτών, ο εν λόγω αστυνομικός, που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Ασφάλειας της Βουλής από τις αρχές του 2019, δεν έφερε όπλο, καθώς είχε επικαλεστεί ψυχολογικά προβλήματα.
Η σύζυγος του καταγγελλόμενου, ο οποίος παραμένει στο ψυχιατρείο του Στρατού, φέρεται να είναι έγκυος στο πέμπτο παιδί τους.
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.
Από την πλευρά της η Αστυνομία σε ανακοίνωσε που εξέδωσε αναφέρει:
«Σε εξέλιξη βρίσκεται έρευνα της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων για τη διερεύνηση αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, που φέρεται ότι διέπραξε αστυνομικός σε βάρος μελών της οικογένειάς του.
Προηγήθηκε καταγγελία της συζύγου του, επίσης αστυνομικού, σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω, από το 2016 μέχρι και τα μέσα του τρέχοντος μήνα, διέπραττε ασελγείς πράξεις σε βάρος των παιδιών τους.
Η Ελληνική Αστυνομία, μόλις ενημερώθηκε για την υπόθεση, προχώρησε άμεσα και αποφασιστικά σε όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες, με γνώμονα την προστασία των ανήλικων τέκνων και της καταγγέλλουσας, αποδεικνύοντας τη μηδενική ανοχή σε τέτοιου είδους περιστατικά.
Ειδικότερα, ενημερώθηκε αμέσως η αρμόδια εισαγγελική Αρχή, με παραγγελία της οποίας τα ανήλικα μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο για ιατρική εξέταση και φιλοξενία σε κατάλληλο χώρο. Παράλληλα, παραγγέλθηκε η διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης και η εξέταση των ανηλίκων, παρουσία εξειδικευμένου ψυχολόγου.
Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο του 2024, καθώς και λίγες μέρες πριν την ανωτέρω καταγγελία, η αστυνομικός είχε μηνύσει τον σύζυγό της για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας (λεκτικής και σωματικής), τα οποία επίσης διερευνήθηκαν αρμοδίως. Στην πρώτη περίπτωση η αστυνομικός ανακάλεσε την κατάθεσή της και ζήτησε ποινική διαμεσολάβηση, ενώ στην τελευταία περίπτωση, της χορηγήθηκε η εφαρμογή “panic button” και επιπλέον της παρασχέθηκε προστασία.
Στο πλαίσιο της άμεσης ανταπόκρισης, οι αρμόδιες υπηρεσίες προχώρησαν σε όλες τις προβλεπόμενες προανακριτικές ενέργειες σε στενή συνεργασία με την Εισαγγελία. Οσον αφορά τον καταγγελλόμενο αστυνομικό, αφαιρέθηκε άμεσα ο οπλισμός του, ενώ, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, νοσηλεύεται φυλασσόμενος σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και η Ελληνική Αστυνομία αντιμετωπίζουν με τη μέγιστη σοβαρότητα και ευαισθησία τη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι ενέργειες των αρμόδιων υπηρεσιών καταδεικνύουν την αμεσότητα, την αποφασιστικότητα και τη διαφάνεια που διέπουν την προσέγγιση της ΕΛ.ΑΣ., με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας των θυμάτων και την πλήρη απόδοση δικαιοσύνης».