Επιτάχυνση της διαδικασίας εκκαθάρισης συναλλαγών από τα Χρηματιστήρια και τα αποθετήρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητά η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA), με στόχο την βελτίωση της ανταπόκρισης, γεγονός που θα ενισχύσει την ελκυστικότητα των αγορών.
Σύσταση στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκανε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA), ζητώντας να μειωθεί ο χρόνος εκκαθάρισης των συναλλαγών στα αξιόγραφα από τις 2 ημέρες στη μία, έως το δ΄ τρίμηνο του 2027. Όπως αναφέρει το Bloomberg σε δημοσίευμά του, αυτή η κίνηση θα επαναφέρει την Ε.Ε. στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ αναφορικά με τον διακανονισμό των συναλλαγών.
Στην ανακοίνωσή της η ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή, ζητάει οι συναλλαγές να εκκαθαρίζονται σε μία ημέρα (ένα καθεστώς γνωστό ως Τ+1) από τις 27 Οκτωβρίου του 2027.
Το Bloomberg σημειώνει ότι ΗΠΑ και Καναδάς προχώρησαν στην επιτάχυνση της εκκαθάρισης των συναλλαγών τον περασμένο Μάιο, ενώ η Μεγάλη Βρετανία σχεδιάζει να εφαρμόσει το ίδιο μέτρο επίσης κατά το δ΄ τρίμηνο του 2027.
Η Ευρώπη σε καθυστερημένη… σύγκληση
Οι ευρωπαϊκές μετοχές και τα ομόλογα διακανονίζονται επί του παρόντος με καθυστέρηση σε σχέση με τις αντίστοιχες συναλλαγές στις ΗΠΑ, μια αναντιστοιχία που κοστίζει ακριβά σε ορισμένους επενδυτές. Ενώ οι συστάσεις της ESMA χρειάζονται ακόμη πολιτική έγκριση, υπάρχουν σημάδια συναίνεσης ως προς την ανάγκη να συντομευθεί ο χρόνος εκκαθάρισης των συναλλαγών, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να υπογράφουν από κοινού δήλωση τον περασμένο μήνα, χαρακτηρίζοντας επείγουσα τη μετάβαση αυτή.
«Ο αντίκτυπος του Τ+1 όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου, την εξοικονόμηση περιθωρίου κέρδους και τη μείωση του κόστους που απορρέει από την κακή ευθυγράμμιση με άλλες μεγάλες δικαιοδοσίες σε παγκόσμιο επίπεδο θα αποτελέσει σημαντικό όφελος για τις κεφαλαιαγορές της Ε.Ε.», ανέφερε η ESMA στη δήλωσή της.
Η μη ευθυγράμμιση μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών αγορών δημιουργεί κενά χρηματοδότησης για τους επενδυτές των οποίων τα χαρτοφυλάκια αποτελούνται από τίτλους από διάφορες χώρες, καθώς ενδέχεται να χρειαστεί να διακανονίσουν μια αγορά τίτλων πριν λάβουν τα αντίστοιχα μετρητά. Δημοσκόπηση της Citigroup που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, διαπίστωσε ότι το 46% των ερωτηθέντων αγοραστών έπρεπε να καλύψουν «σημαντικά» ελλείμματα κατά τη διαδικασία διακανονισμού μεταξύ των καθεστώτων Τ+1 και Τ+2.
Το πρόβλημα του κατακερματισμού της κεφαλαιαγοράς
Η μετάβαση της Ε.Ε. και του Ηνωμένου Βασιλείου ζητήθηκε να είναι συντονισμένη από την European T+1 Industry Task Force, την ομάδα που συστάθηκε πέρυσι για να εκπροσωπεί τον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Στις ΗΠΑ, η μετάβαση αυτή είδε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο να μετακινούν προσωπικό, να προσαρμόζουν τις βάρδιες και να αναθεωρούν τη ροή στις εργασίες τους, με τη μετάβαση να χαρακτηρίζεται ομαλή μέχρι στιγμής.
Στην Ευρώπη, η μετάβαση στο Τ+1 θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο περίπλοκη και δαπανηρή, διότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν διαθέτει μια ενιαία κεφαλαιαγορά. Κάποιοι εκ των μετεχόντων στην αγορά έχουν εκφράσει τον προβληματισμό, ότι η μετάβαση στα τέλη του 2027 είναι «υπερβολικά φιλόδοξη», σύμφωνα με την ομάδα εργασίας.
«Όλοι οι παράγοντες του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα πρέπει να εργαστούν για την εναρμόνιση, την τυποποίηση και τον εκσυγχρονισμό για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού», τονίζει η ESMA. Κάτι που θα απαιτήσει κάποιες επενδύσεις, καταλήγει.