Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται η Ελλάδα, καθώς μπορεί να διανύει περίοδο πολιτικής σταθερότητας με ισχυρή κοινοβουλευτικά κυβέρνηση, η απώλεια κοινωνικών ερεισμάτων όμως έχει ανοίξει τον ασκό των εσωτερικών συγκρούσεων, δημιουργώντας συνθήκες δυσκυβερνησίας. Ταυτόχρονα ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης εντείνει άλλους κινδύνους καθώς αποτερεί τη χώρα από θεσμικά αντίβαρα.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη φάση πολιτικής και οικονομικής μετάβασης με προκλήσεις που αφορούν την πολιτική σταθερότητα, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης και την ανάγκη για ανανέωση και ευρύτερη υποστήριξη στην αγορά.
Η πολιτική σκηνή της Ελλάδας παρουσιάζει έντονο κατακερματισμό. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση διατηρεί ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι εσωτερικές συγκρούσεις κλιμακώνονται. Οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν σημαντική μείωση της υποστήριξης τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος χάνει έδαφος, παρά την απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης. Παρότι η ακροδεξιά δεν αποτελεί άμεση απειλή, λαϊκιστικά κόμματα όπως η Ελληνική Λύση, η Πλεύση Ελευθερίας και η Νίκη, θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντες πολιτικής αποσταθεροποίησης σε περίπτωση πρόωρων εκλογών.
Η πιθανότητα μιας «πέμπτης φάλαγγας» εντός της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται χαμηλή, ωστόσο, οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ Μητσοτάκη και των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις μεταρρυθμίσεις και την κύρωση κρίσιμων διακρατικών συμφωνιών, όπως τα πρωτόκολλα της Βόρειας Μακεδονίας. Παράλληλα, οι προσπάθειες επίτευξης συμφωνιών με την Τουρκία για βελτίωση των διμερών σχέσεων θα μπορούσαν να υπονομευθούν, καθιστώντας πιθανό ότι μια σειρά χαμηλού επιπέδου συμφωνιών μπορεί να εγκριθούν από τη Βουλή, χωρίς όμως τον αναμενόμενο αντίκτυπο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό αποτύπωμα της Ελλάδας.
Διαλυμένη αντιπολίτευση – έλλειψη θεσμικού αντίβαρου
Στην αντιπολίτευση, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη και η πρόσφατη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν δυναμικές μετακίνησης ψηφοφόρων, που αν και αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις, δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν σε βάθος χρόνου. Η πρόσφατη εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη παραμένει νέα και οι αναφορές του στην ομογένεια είναι μεν σαφείς, αλλά δεν έχουν σημαντική απήχηση.
Το σκηνικό αυτό αφήνει τη χώρα χωρίς επαρκή θεσμικά αντίβαρα, καθιστώντας την εξωτερική της πολιτική ευεπίφορη σε παρελκυστικές πρακτικές και ιδιωτικές ατζέντες, αποδυναμώνοντας ενδεχομένως τη θέση της στο διεθνές γεωπολιτικό status quo.
Στην οικονομία έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση
Στο οικονομικό μέτωπο, η Ελλάδα σημειώνει ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αναμένεται δε να διατηρήσει αυτή τη δυναμική τουλάχιστον έως το 2027. Αν και η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, το κόστος δανεισμού παραμένει υψηλότερο από αυτό πολλών χωρών της Ευρωζώνης. Ο υψηλός πληθωρισμός, το επενδυτικό κενό και η χαμηλή παραγωγικότητα συνεχίζουν να υπονομεύουν τη βιωσιμότητα. Το δημόσιο χρέος μειώνεται με ταχείς ρυθμούς ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και πιο αργά σε απόλυτους όρους. Το δημοσιονομικό περιθώριο φτάνει μέχρι το 2032, οπότε προστίθενται 16 δισ. ευρώ από αναστολή πληρωμών τόκων, επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση του χρέους. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την αναχρηματοδότηση των δανείων του ΔΝΤ και του ESF από τις αγορές με υψηλότερα -συγκριτικά- επιτόκια και μικρότερες διάρκειες. Αυτές οι εξελίξεις αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και θα υποστηρίξουν τη δημοσιονομική πειθαρχία, προς αποφυγή αρνητικών εξελίξεων.
Ενδείξεις κόπωσης στο Χρηματιστήριο
Την ανάκαμψη του στο Χρηματιστήριο έχουν οδηγήσει κυρίως οι τραπεζικές μετοχές, υποστηριζόμενες από τις ιδιωτικοποιήσεις και την προοπτική αύξησης της ανταμοιβής των μετόχων σε επίπεδα κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι περισσότερες συστημικές τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα διανείμουν το 50% των κερδών τους από το 2024 μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, ενώ δεσμεύονται και για την προοδευτική αναγνώριση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Αυτή η σημαντική αλλαγή έχει ενισχύσει το τραπεζοβαρές Χρηματιστήριο της Αθήνας, αν και σημάδια κόπωσης αρχίζουν να εμφανίζονται.
Η συμμετοχή ξένων επενδυτών έχει υπερβεί το 50%, αλλά απαιτείται ευρύτερη ανοδική τάση στις μετοχές μεγάλης, μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης. Η διοίκηση του Χρηματιστηρίου προωθεί πρωτοβουλίες για την επέκταση της αγοράς μέσω roadshows και επιδιώκει την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε ανεπτυγμένη αγορά. Οι προσδοκίες για βελτίωση της ορατότητας και της προσβασιμότητας είναι μεγάλες, όμως η επίτευξή τους συνιστά μια πρόκληση.
Η δυσπιστία των ξένων επενδυτών προς την Ελλάδα έγκειται κυρίως στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ρίσκο και δευτερεόντος στο πολιτικό, καθώς οι εναλλακτικές διακυβέρνησης δεν παρουσιάζουν ουσιαστικό ρίσκο ανατροπής στις φιλεπενδυτικές πολιτικές.