Σημαντικό πλήγμα στην υπερασπιστική και επιθετική γραμμή του Γρηγόρη Δημητριάδη επιτυγχάνει η απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου, καθώς απορρίπτει την αγωγή κατά δημοσιογράφων για την υπόθεση των υποκλοπών, η οποία είχε χαρακτηριστεί SLAPP (Στρατηγικές νομικές αγωγές ενάντια στη συμμετοχή του κοινού).
Απορριπτική κατά πλειοψηφία ήταν η «απάντηση» του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας στην αγωγή που είχε καταθέσει ο πρώην διευθυντής του γραφείου του Πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης κατά της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reporters United και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη με αφορμή δημοσιεύματα για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Μειοψηφούντος του προέδρου της έδρας, το δικαστήριο έκρινε ότι οι συντάκτες των δημοσιευμάτων κινήθηκαν με γνώμονα το δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ενώ δεν εντοπίστηκε κακόπιστη διάθεση προς τον κ. Δημητριάδη.
Η πλειοψηφία των δικαστών έκρινε πως υπήρχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον και πως αίρεται το άδικο της δυσφήμησης λόγω «του δημοσιογραφικού χαρακτήρα του δημοσιεύματος, του δημόσιου αξιώματος που κατείχε ο ενάγων, το οποίο έχει χαρακτήρα αμιγώς πολιτικής θέσης, και μάλιστα μη αιρετής, καθώς και της σημασίας για τη δημόσια σφαίρα της υπόθεσης των υποκλοπών».
Σχετικά με τις αναφορές για εμπλοκή του Γρηγόρη Δημητριάδη με εταιρίες που εμπλέκονταν με το κακόβουλο λογισμικό Predator, οι δικαστές σημειώνουν πως «γίνεται μία αναλυτική περιγραφή αληθών επιχειρηματικών μεταβιβάσεων, στη βάση της δημοσιογραφικής έρευνας για την λειτουργία του λογισμικού Predator στην Ελλάδα».
Μάλιστα, στο ζήτημα αυτό εξαντλήθηκε και μεγάλο μέρος των μαρτυρικών καταθέσεων κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με τους δικαστές να αναφέρουν μεταξύ άλλων πως η μάρτυρας του κ. Δημητριάδη δεν κατέθεσε κάποιο στοιχείο ενισχυτικό των ισχυρισμών του, ο δεύτερος μάρτυρας των εναγομένων Τάσος Τέλλογλου ανέπτυξε τη διαδρομή της δημοσιογραφικής έρευνας για την υπόθεση, ενώ ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος κατέθεσε ότι κατά την πείρα του ως συνταγματολόγου δεν υπερέβησαν οι συντάκτες του άρθρου τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεν παρουσίασαν ενδείξεις ως γεγονότα, ούτε εκφράστηκαν με εξυβριστικό τρόπο προς τον ενάγοντα, επιφυλασσόμενος πάντως για τους τίτλους του πρωτοσέλιδου και των εσωτερικών σελίδων «Ο μεγάλος ανιψιός και ο μεγάλος αδερφός» και «Οι παρακολουθήσεις και ο Μεγάλος… Ανιψιός».
Πάντως, από την επισκόπηση του συνόλου του δημοσιεύματος οι δικαστές έκριναν πως δεν υπήρχε ψευδές γεγονός σχετικά με τη διαδρομή φυσικών και νομικών εταιριών που περιγράφεται στο άρθρο.
Αν και διαπιστώνεται επικριτική και σκωπτική διάθεση των συντακτών σχετικά με τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν στους τίτλους των δημοσιευμάτων, δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο και επιβαλλόμενο μέτρο της έκφρασης, αφού γίνεται δεκτό πως σε τίτλους και υπότιτλους είναι θεμιτό να επιτρέπονται εκφράσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της πλειοψηφίας δεν φαίνεται να υπήρχε κακόπιστη διάθεση των συντακτών του άρθρου προς τον ενάγοντα πριν τη δημοσίευση του άρθρου, καθώς σε email που έστειλαν προς τον ενάγοντα χρησιμοποίησαν ήπιες εκφράσεις, έθεσαν τα ερωτήματα της δημοσιογραφικής έρευνας όπως επιτάσσει η δημοσιογραφική δεοντολογία και του παρείχαν προθεσμία ικανή για να απαντήσει, ενώ δήλωσαν την πρόθεσή τους να αναμείνουν μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου, ώστε να ετοιμάσει τις απαντήσεις του.
Η μειοψηφία
Στον αντίποδα, ο πρόεδρος το δικαστηρίου, που μειοψήφισε είχε την άποψη ότι η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή, καθώς μεταξύ άλλων διατύπωσε την άποψη ότι οι δημοσιογράφοι «ισχυρίστηκαν χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία ότι ο ενάγων εμπλέκεται σε παράνομες παρακολουθήσεις μέσω του προαναφερθέντος λογισμικού και μάλιστα ως κυρίαρχο πρόσωπο, επικαλούμενοι μάλιστα τη συγγένεια του με τον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη».
Στο σκεπτικό του καταλήγει λέγοντας πως «από κανένα αποδεικτικό μέσο που εισφέρθηκε από τους διαδίκους δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων συνδέεται με παράνομες υποκλοπές και το λογισμικό παρακολούθησης Predator (…) Προκύπτει ότι οι εναγόμενοι Προέβησαν στις ανωτέρω επίδικες αναρτήσεις έχοντας ειδικό σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και συνεπώς παραμένει ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση».