Η ανεργία στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 12,1% στο πρώτο τρίμηνο του 2024 εξέλιξη που προκαλεί ανησυχία, αλλά εν μέρει εξηγείται από τις διακυμάνσεις στον ενεργό πληθυσμό και την εποχικότητα, από την άλλη αποτελεί ένδειξη κάμψης σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς.
Έτσι, ενώ το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο η δυναμική είναι κυρίως πτωτική, η ποιοτική εξέταση της απασχόλησης είναι αυτή που θα δώσει περισσότερα στοιχεία για την κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας.
Στην κυβέρνηση εστιάζουν ιδιαίτερα στην ανάδειξη της εποχικότητας και των διακυμάνσεων στον ενεργό πληθυσμό, ωστόσο μια πιο ενδελεχής ανάγνωση των στοιχείων της δείχνει μεγάλη μείωση εργαζομένων στο Δημόσιο, την Εκπαίδευση, τη μεταποίηση, τη γεωργία και τα ορυχεία. Οι κλάδοι αυτοί έχουν περιορισμένη έως και καμία επιχικότητα. Από την άλλη πλευρά σημαντική αύξηση απασχολούμενων καταγράφεται στις κατασκευές, την ενέργεια, το εμπόριο, την εστίαση, τον τουρισμό -παρά την έντονη εποχικότητα του κλάδου-, το χρηματοπιστωτικό τομέα και τις επιστημονικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (ελεύθεροι επαγγελματίες κυρίως).
Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι προφανές ότι η μεταβολή της ανεργίας δεν οφείλεται τόσο στην εποχικότητα όσο στην αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, καταγράφεται η κλιμάκωση της έντασης στην αποβιομηχάνιση, ενώ οι απώλειες θέσεων εργασίας σε Δημόσιο και Εκπαίδευση, αποτελούν επίσης θέμα για πιο βαθιά ανάλυση. Επίσης, αν και ο χειμώνας ήταν ήπιος και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις ιώσεων καταγράφηκε μείωση απασχολουμένων στις τέχνες. Η αύξηση της απασχόλησης στον Χρηματοοικονομικό τομέα αποτελεί ένδειξη αναθέρμανσης του κλάδου, ο οποίος περιλαμβάνει όμως και τους servicers και πολλές εισπρακτικές.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες, στα άτομα ηλικίας έως 24 ετών, στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων και στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει έως λίγες τάξεις Δημοτικού. Το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικού δυναμικού παρατηρείται στους άνδρες, στα άτομα ηλικίας 30-44 ετών, στην Περιφέρεια Αττικής, στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και στα άτομα ξένης ιθαγένειας
Η έρευνα της ΕΛ.ΣΤΑΤ
- Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 173.424 άτομα παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,2%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 1,8%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (Πίνακες 1, 2).
- Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 130 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 4,3%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (Πίνακες 1, 4). Το ποσοστό ανεργίας το Α΄ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε 12,1% (Πίνακας 1). Το ποσοστό ανεργίας κατά το προηγούμενο τρίμηνο (Δ’ 2023) ήταν 10,5% και κατά το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (Α’ 2023) ήταν 11,8%.
- Τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 4.278.162. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών, ανήλθαν σε 3.049.185. Το ποσοστό τους μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 3,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους
Κατά το Α΄ τρίμηνο του 2024, το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (68,3%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,6%).
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 7,9%, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 3,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση κατά 4,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία ανέρχεται σε 8,2%, καταγράφοντας μείωση κατά 23,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 12,0% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (22,2%) και οι επαγγελματίες (22,1%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού (4,5%) ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (-5,6%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους υπαλλήλους γραφείου (6,9%) ενώ μείωση παρατηρείται κυρίως στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (-8,7%) και στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (-4,6%) (Πίνακας 2).
Από την άποψη της εξέλιξης της κατανομής του πλήθους των απασχολουμένων σε ευρείες ομάδες επαγγελμάτων, παρατηρείται ότι, από το A΄ τρίμηνο του 2014 αυξάνεται το ποσοστό των απασχολουμένων σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης(3) – τάση που αντιστρέφεται σε κάποιο βαθμό από το 2021. Το ποσοστό των απασχολουμένων σε χειρωνακτικά επαγγέλματα με εξειδίκευση παρουσιάζει ελαφρά αύξηση από το 2021. Το ποσοστό στα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης ακολουθεί αυξητική πορεία ενώ το ποσοστό των απασχολουμένων σε στοιχειώδη επαγγέλματα παραμένει σταθερό μετά το 2012, με ελαφρά τάση μείωσης. Το ποσοστό των απασχολούμενων στην γεωργία, δασοκομία, κτηνοτροφία και αλιεία εμφανίζει πτωτική πορεία από το 2014 με τάση σταθεροποίησης τα τελευταία έτη (Γράφημα 2).
Από την εξέλιξη του ποσοστού των απασχολουμένων σε ευρείς τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο Α΄ τρίμηνο 2012 – Α΄ τρίμηνο 2024, παρατηρούνται διακυμάνσεις στο ποσοστό όσων εργάζονται στον τομέα που περιλαμβάνει το εμπόριο, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες, τα ξενοδοχεία και την εστίαση. Μείωση παρατηρείται στο ποσοστό όσων εργάζονται στους τομείς των κατασκευών με τάση ανόδου μετά το 2022, ενώ σταθεροποιητικές τάσεις παρατηρούνται στους τομείς της βιομηχανίας- ενέργειας και των χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (Γράφημα 3).
Το 50,0% των απασχολουμένων δηλώνει ότι εργάστηκε 40 – 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (17,5%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (77,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς. Το 6,4% των απασχολουμένων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, το 3,0% είναι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερο, και θα μπορούσαν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και το 1,3% έχει παραπάνω από μία εργασία (Γράφημα 4).
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (35,9%) είτε γιατί απολύθηκαν (14,5%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 22,9%.
Τo ποσοστό των ανέργων που αναζητούν εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι) ανέρχεται σε 52,0%. H πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση (60,2%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 21,4%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 15,6%.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις Περιφέρειες Ιονίων Νήσων και Νοτίου Αιγαίου ενώ το χαμηλότερο στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις Περιφέρειες Ιονίων Νήσων και Νοτίου Αιγαίου ενώ το χαμηλότερο στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου (Γράφημα 5).
Η πλειονότητα των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού, ηλικίας 15-74 ετών, είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (45,7%) ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (30,0%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (55,1%) ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (20,7%).
Το 92,2% των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού δηλώνει ότι δεν θέλουν να εργαστούν. Το 1,6% δηλώνει ότι αναζητά εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι να την αναλάβουν ενώ το 3,3% δηλώνει ότι είναι διαθέσιμοι για να αναλάβουν εργασία άμεσα αλλά δεν αναζητούν.
Δείτε εδώ ολόκληρη την έρευνα της ΕΛ.ΣΤΑΤ