Έγκαιρη και όχι πρόωρη θεωρεί ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, επιμένοντα στο σενάριο για τέσσερις μειώσεις, καθώς με δηλώσεις του στο Bloomberg σκιαγράφησε την απειλή περιβάλλοντος στασιμοπληθωρισμού στην Ευρωζώνη, εξαιτίας της διατήρησης υψηλών επιτοκίων ενδεχομένως για… παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται.
Μιλώντας στο Bloomberg, μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, ο Γιάννης Στουρνάρας ανέδειξε δύο ζητήματα που φαίνεται ότι απασχολούν το διοικητικό συμβούλιο της. Ειδικότερα αναφέρθηκε σε φόβο διαφοροποίησης από τη Fed και στον κίνδυνο ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει κάτω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρέπει να φοβάται να μετατοπίσει την «υπερβολικά συνετή» στάση της για τα επιτόκια μακριά από αυτήν της Federal Reserve, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα.
«Τώρα είναι ώρα να αποκλίνουμε», είπε ο Στουρνάρας στο Bloomberg. «Οι καταστάσεις στη ζώνη του ευρώ και στις ΗΠΑ είναι εντελώς διαφορετικές. Στις ΗΠΑ, η ζήτηση είναι πολύ ισχυρότερη -κυρίως λόγω της ώθησης που προέρχεται από τον προϋπολογισμό. Δεν το έχουμε αυτό στην Ευρώπη. Και ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ οδηγήθηκε κυρίως από την πλευρά της προσφοράς -όχι από την πλευρά της ζήτησης, ούτε από τους μισθούς».
Η τοποθέτηση αυτή, μπορεί επίσης να υπονοεί ότι οι Ευρωπαίοι διαμορφωτές πολιτικής φοβούνται και τη δυναμική νομισματικού arbitrage καθώς και την προοπτική περαιτέρω υποχώρησης του ευρώ απέναντι στο δολάριο.
Ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε σε δύο κινδύνους, πρώτον τα υψηλά επιτόκια να “σκοτώσουν τους σπόρους της ανάκαμψης” και δεύτερον ο πληθωρισμός να υποχωρήσει πολύ κάτω από το 2%. Τα δύο αυτά στοιχεία στην ίδια οικονομική εξίσωση δίνουν σταθερά ένα αποτέλεσμα: Στασιμοπληθωρισμό.
Τέσσερις μειώσεις επιτοκίων
Μιλώντας στη Φρανκφούρτη αφού η ΕΚΤ έδωσε το πιο ξεκάθαρο μήνυμα ότι θα αρχίσει να χαλαρώνει την πρωτοφανή περίοδο των αυξήσεων επιτοκίων τον Ιούνιο, ο Έλληνας αξιωματούχος επανέλαβε ότι είναι πιθανές τέσσερις περικοπές φέτος -παρά το γεγονός ότι οι επενδυτές μειώνουν τα στοιχήματα σε τέτοιες κινήσεις.
Οι παρατηρήσεις έρχονται μετά τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, που υπερέβη τις προσδοκίες και προκάλεσε μια ταχεία ανατιμολόγηση των στοιχημάτων για τη νομισματική χαλάρωση. Οι αγορές υπολογίζουν τώρα ότι η ευρωζώνη, όπου τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τις τιμές καταναλωτή υπολείπονταν των εκτιμήσεων, θα κάνει τρεις μειώσεις επιτοκίων το 2024, σε σύγκριση με λιγότερες από δύο για τη Fed.
«Δεν εξαρτόμαστε από τη Fed», είπε χθες και η Λαγκάρντ στους δημοσιογράφους.
Για τον Στουρνάρα, οι πιέσεις στην οικονομία των 20 κρατών της ζώνης καθιστούν πιο επείγουσα την υπόθεση για χαλαρότερη πολιτική. Ενώ εξακολουθεί να οραματίζεται μια λεγόμενη ήπια προσγείωση, προειδοποιεί ότι η υπερβολική αναμονή για τη μείωση των επιτοκίων θα έθετε σε κίνδυνο την ήδη αναιμική ανάπτυξη και τον κίνδυνο να πέσει ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο του 2%.
Να μη σκοτώσουμε την ανάκαμψη
«Βλέπουμε τους πρώτους σπόρους ανάκαμψης στην Ευρώπη -επίσης στη Γερμανία», είπε ο Στουρνάρας. «Δεν θέλουμε να σκοτώσουμε αυτούς τους πρώτους σπόρους ανάκαμψης».
Ασκεί πιέσεις για συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ακολουθούμενες από άλλες δύο μέχρι το τέλος του έτους -μια άποψη που δεν συμμερίζονται και τα 26 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, μερικοί από τους πιο συντηρητικούς συναδέλφους του προτιμούν μια πιο προσεκτική προσέγγιση, ανησυχώντας ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να ανακάμψει καθώς οι μισθοί αυξάνονται. Θα προτιμούσαν κινήσεις κάθε τρεις μήνες -όταν η ΕΚΤ επικαιροποιεί τις τριμηνιαίες προβλέψεις της.
Υπάρχει κίνδυνος…
Αυτή η συζήτηση, αυτή τη στιγμή στα αρχικά της στάδια, θα διεξαχθεί τις επόμενες εβδομάδες. Στο μεταξύ, ο Στουρνάρας θέλει η ΕΚΤ -η οποία κατηγορήθηκε ότι κινείται πολύ αργά καθώς ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε- να αρχίσει να ενεργεί.
«Τον περασμένο Σεπτέμβριο προχωρήσαμε σε αύξηση ως “ασφάλιση” έναντι του υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού», είπε, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η αύξηση των μισθών θα συνεχίσει να μετριάζεται. «Τώρα έχει γυρίσει αντίστροφα. Υπάρχει κίνδυνος ο πληθωρισμός να πέσει πολύ κάτω από τον στόχο του 2%. Τώρα χρειαζόμαστε μια ασφάλεια για να μη μείνουμε πίσω από την καμπύλη».