Μπορεί διεθνώς η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Κολοράντο να απαγορεύσει στον Ντόναλντ Τραμπ τη συμμετοχή του στις εκλογές στην πολιτεία, ωστόσο στο κατακερματισμένο και πολωμένο πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ κάθε αρνητική εξέλιξη ενισχύει τη συσπείρωση γύρω από τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ.
Διώξεις, καταδίκες και εμπρηστικοί και διχαστικοί λόγοι αποτελούν το “πυρηνικό οπλοστάσιο” του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ετοιμάζεται να διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία των ΗΠΑ ως αντισυστημικός, αντικανονικός και αντιδραστικός υποψήφιος, στοχεύοντας να ενεργοποιήσει κάθε υποβίσκον και σε σε λανθάνουσα κατάσταση καρκινικό κύτταρο στην αμερικανική κοινωνία.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Κολοράντο να αποκλείσει τον Ντόναλντ Τραμπ από τις εκλογές -στην πολιτεία- προκαλεί πολιτικό σεισμό, ταυτόχρονα όμως ενισχύει τη συσπείρωση στο πρόσωπό του και βαθαίνει τη διαίρεση στην αμερικανική κοινωνία. Η απόφαση βασίζεται στην παραδοχή και αποδοχή της ενοχής του για την υποκίνηση σε βία και ανταρσία για την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτόλιο. Από την άλλη πλευρά -όπως επισημαίνει και ο μειοψηφών δικαστής- η απόφαση αποτελεί υπερέκταση, δεδομένου ότι ο Τραμπ δεν έχει αποδειχθεί ένοχος για τις πράξεις αυτές και ότι η αποδοχή της ενοχής του από το Ανώτατο Δικαστήριο υπονομεύει την ποιότητα της δημοκρατίας, ιδιαίτερα όταν στερεί απριόρι το θεμελιώδες δικαίωμα του εκλέγεσται. Υπ αυτό το πρίσμα η απαγόρευση για συμμετοχή του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2024 μπορεί να γίνει αντιληπτεί ως συστημική υπονόμευση και να ενισχύσει τα σενάρια συνομωσίας εις βάρος του τέως προέδρου των ΗΠΑ.
Η αντίδραση του Τραμππ
Εκπρόσωπος του Αμερικανού μεγιστάνα ακινήτων, δήλωσε ότι θα υπάρξει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Με πλειοψηφία τεσσάρων δικαστών στους επτά, το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο επιβεβαίωσε πρωτόδικη απόφαση που αποφαινόταν πως ο Ντόναλντ Τραμπ προέβη σε «ανταρσία» την 6η Ιανουαρίου 2021, ενώ έκρινε επίσης —ανατρέποντας την αρχική απόφαση— πως το άρθρο 3 της 14ης τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ, δυνάμει του οποίου αποφάσισε πως δεν έχει δικαίωμα να είναι υποψήφιος, είναι πράγματι εφαρμοστέο, παρότι ο ενδιαφερόμενος ήταν πρόεδρος της χώρας όταν εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα.
Η ιστορική απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του πρώην προέδρου την 1η Αυγούστου σε ομοσπονδιακό επίπεδο και κατόπιν την 14η Αυγούστου στην πολιτεία Τζόρτζια για τις φερόμενες παράνομες ενέργειές του με σκοπό να επιτύχει την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος το 2020 άνοιξαν νομικές συζητήσεις για το εάν έχει δικαίωμα να είναι εκ νέου υποψήφιος για το ανώτατο κρατικό αξίωμα κι οδήγησαν σε προσφυγές στη δικαιοσύνη αρκετών πολιτειών.
Από τις περίπου δεκαπέντε τέτοιες διαδικασίες σε διάφορες πολιτείες, δύο απορρίφθηκαν ήδη σε Μινεσότα και Μίσιγκαν· η δικαιοσύνη του Κολοράντο έγινε η πρώτη που αποφάνθηκε πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να είναι υποψήφιος.
Στην ετυμηγορία τους, με την οποία δίνουν εντολή στις εκλογικές αρχές της πολιτείας αυτής της αμερικανικής Δύσης —παραδοσιακού οχυρού των Δημοκρατικών— να αποσύρουν το όνομά του από τα ψηφοδέλτια ενόψει της εσωκομματικής διαδικασίας των Ρεπουμπλικάνων στη συγκεκριμένη πολιτεία για την ανάδειξη του υποψηφίου τους στις προεδρικές εκλογές, οι δικαστές σημειώνουν πως έχουν «επίγνωση» ότι απόφαση δυνητικά οδηγεί τη χώρα σε «αχαρτογράφητο έδαφος».
Εξάλλου, δίνουν αναστολή στην εφαρμογή της απόφασής τους μέχρι την 4η Ιανουαρίου, ώστε να δοθεί περιθώριο να γίνει προσφυγή στο ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο ως τότε.
Ενισχύεται η συσπείρωση
Σε περίπτωση που υπάρξει προσφυγή στο ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο προτού εκπνεύσει η ισχύς της αναστολής, θα παραμείνει σε ισχύ και οι υπεύθυνοι για τις εκλογές «θα πρέπει να συμπεριλάβουν το όνομα του (πρώην) προέδρου Τραμπ στα ψηφοδέλτια των εσωκομματικών εκλογών (των Ρεπουμπλικάνων) για το 2024 ωσότου παραληφθεί (…) απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου», κατά την απόφαση.
Κατά συνέπεια, εν αναμονή απόφασης του ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου, αρκετοί σχολιαστές προεξοφλούν πως το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ θα βρίσκεται μολαταύτα στα ψηφοδέλτια της εσωκομματικής διαδικασίας των Ρεπουμπλικάνων στο Κολοράντο, όπως και σε αυτά των άλλων πολιτειών όπου θα διεξαχθεί η ψηφοφορία της «Σούπερ Τρίτης» την 5η Μαρτίου 2024.
Από την πλευρά τους οι Ρεπουμπλικάνοι αποδοκίμασαν την απόφαση κάνοντας λόγο για «αντιδημοκρατική» επίθεση.
«Το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο εξέδωσε εντελώς προβληματική απόφαση (…) και θα προσφύγουμε γρήγορα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και θα ζητήσουμε να ανασταλεί αυτή η βαθιά αντιδημοκρατική απόφαση», τόνισε ο Στίβεν Τσανγκ, ο εκπρόσωπος της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, σε ανακοίνωση Τύπου που δημοσιοποίησε.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Μάικ Τζόνσον, έκρινε από τη δική του πλευρά πως η απόφαση είναι «ανεύθυνη» και τίποτα λιγότερο από «ελάχιστα συγκαλυμμένη παραταξιακή επίθεση».
«Νικήσαμε!» πανηγύρισε αντίθετα η οργάνωση Citizens for Responsibility and Ethics in Washington (CREW, «Πολίτες υπέρ της Υπευθυνότητας και της Δεοντολογίας στην Ουάσιγκτον»), που υποστήριξε την ομαδική προσφυγή ψηφοφόρων στη δικαιοσύνη του Κολοράντο.
Η απόφαση αυτή είναι «όχι μόνο ιστορική και δικαιολογημένη, αλλά αναγκαία για να προστατευθεί το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας», υπερθεμάτισε σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος της CREW, ο Νόα Μπουκμπάιντερ.
«Ο κ. Τραμπ έδρασε με τη συγκεκριμένη πρόθεση να υποκινήσει πολιτική βία και να την κατευθύνει στο Καπιτώλιο, με σκοπό να εμποδίσει την επικύρωση» του εκλογικού αποτελέσματος, της νίκης του αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν τον Νοέμβριο του 2020, αποφαινόταν στην πρωτόδικη απόφαση της, τη 17η Νοεμβρίου, η δικάστρια Σάρα Γουάλας.
Αντίθετα, έκρινε πως η 14η τροπολογία του Συντάγματος, που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες, δεν ήταν εφαρμοστέα για τον πρώην πρόεδρο, αναγνωρίζοντας μολαταύτα πως υπάρχουν αμφιβολίες για αυτό.
Η 14η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος υιοθετήθηκε το 1868· στο στόχαστρο την εποχή βρίσκονταν οι οπαδοί της Συνομοσπονδίας, οι Νότιοι που ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο της απόσχισης (1861-1865), ώστε να αποκλείονται από κάθε δημόσιο αξίωμα όσοι, ενώ είχαν ορκιστεί να υπερασπίζονται το Σύνταγμα, προέβησαν σε «ανταρσία».
«Καμία ανταρσία» λέει η υπεράσπιση του Ντόναλντ Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε χθες ο πρώτος διεκδικητής της προεδρίας στην αμερικανική ιστορία που κρίνεται από τη δικαιοσύνη πως δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα.
Συνήγορος του Ρεπουμπλικάνου επιχειρηματολόγησε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο πως τα γεγονότα στο Καπιτώλιο δεν ήταν αρκετά σοβαρά για να χαρακτηριστούν ανταρσία ή στάση, ότι η ομιλία του πρώην προέδρου ενώπιον υποστηρικτών του στην Ουάσιγκτον πριν από την επίθεση προστατευόταν από το δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου, που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, και ότι το δικαστήριο δεν είχε τη δικαιοδοσία να στερήσει από τον κ. Τραμπ —που έχει πελώριο προβάδισμα στην εσωκομματική διαδικασία των Ρεπουμπλικάνων, κατά δημοσκοπήσεις— το δικαίωμα να είναι υποψήφιος.