Αναβαθμισμένες προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 και υποβαθμισμένες για το 2023 περιλαμβάνει η νέα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολτιική.
Το 6% αναμένεται να υπερβεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας για το 2022, ενώ το 2023 η επιβράδυνση θα είναι αισθητή, αν και οι αναλυτές προβλέπουν ότι η ύφεση θα αποφευχθεί.
Στην προηγούμενη έκθεση για την νομισματική πολιτική στις αρχές του καλοκαιριού είχε προβλεφθεί ανάπτυξη 3,8% για φέτος και 4,1% για τον επόμενο χρόνο. Στην πορεία των επόμενων μηνών και καθώς εξελισσόταν ιδιαίτερα θετικά η πορεία των τουριστικών εισπράξεων, ο Διοικητής της ΤτΕ είχε προαναγγείλει ανοδική αναθεώρηση των προβλέψεων για φέτος.
Για το 2023 η ΤτΕ ευθυγραμμίζεται με τις εκτιμήσεις των περισσοτέρων Οργανισμών για ραγδαία επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Η πλειονότητα πάντως των οργανισμών και φορέων εξακολουθούν να εκτιμούν πως η ελληνική οικονομία θα αποφύγει την ύφεση το 2023 με εξαίρεση τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch Ratings που αναμένει οριακή ύφεση σχεδόν 1%. Όπως όμως είχε εκτιμήσει αυτό θα είναι κυρίως αποτέλεσμα των δυσκολιών στο πρώτο εξάμηνο του έτους αναμένοντας ουσιαστική βελτίωση στο δεύτερο εξάμηνο.
Καθοριστικής σημασίας είναι η ανάσχεση των πληθωριστικών πιέσεων, ιδανικά με επιταχυνόμενο ρυθμό από τους πρώτους μήνες του 2023, αλλά και η ορθή και έγκαιρη αξιοποίηση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας το οποίο εισέρχεται στην πλέον κρίσιμη φάση της υλοποίησης.
Η διατήρηση της ελληνικής οικονομίας σε θετική τροχιά είναι μεγάλο ζητούμενο, καθώς θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας.
Η έκθεση
Ισχυρή μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας το 2022 – πρόβλεψη για επιβράδυνση της μεγέθυνσης το 2023
Η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, έχει ως αποτέλεσμα την απότομη άνοδο του πληθωρισμού. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην παρέμβαση των νομισματικών αρχών, με τις κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν δραστικά τα επιτόκιά τους, παρά το γεγονός ότι η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε αρνητικές διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, οι άμεσες επιδράσεις των οποίων δεν μπορούν να εξουδετερωθούν εύκολα από τη νομισματική πολιτική. Ωστόσο, η δυναμική αντίδραση των κεντρικών τραπεζών σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά τους αφενός να περιορίσουν τη συνολική ζήτηση και να θέσουν υπό έλεγχο τις δευτερογενείς πληθωριστικές επιδράσεις και αφετέρου να σταθεροποιήσουν τις πληθωριστικές προσδοκίες, ώστε να αποφευχθεί μια αυτοτροφοδοτούμενη αύξηση του πληθωρισμού και να επιτευχθεί ο στόχος της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Παρότι η βασική στόχευση από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών είναι ξεκάθαρη, ανακύπτει ένα δίλημμα πολιτικής που σχετίζεται με την έκταση την οποία θα πρέπει να έχουν οι αυξήσεις επιτοκίων, και κατ’ επέκταση με τις αρνητικές βραχυχρόνιες συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη που θα μπορούν να αποδεχθούν οι νομισματικές αρχές, ώστε να σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα.
Στο εσωτερικό, η αύξηση του κόστους της ενέργειας και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα. Επιπλέον, η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ενώ η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στερεί μια πρόσθετη πηγή εσόδων.
Ως συνέπεια του υψηλού και παρατεταμένου πληθωρισμού, εντείνονται οι πιέσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και για μέτρα στήριξης που θα περιορίζουν τις απώλειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων οδηγούν σε βελτίωση των καθαρών εσόδων των τραπεζών από τόκους, αλλά και σε επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησής τους, ενώ ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με τη δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον που θέτει σημαντικές προκλήσεις στην οικονομική πολιτική, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς το εννεάμηνο του 2022. Παρ’ όλα αυτά, η παράταση της ενεργειακής κρίσης εξαιτίας του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, που συντηρεί τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα, έχει οδηγήσει σε υποχώρηση των επιχειρηματικών προσδοκιών και επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023.
Ισχυρή ανάπτυξη το εννεάμηνο του 2022 – Σημαντική άνοδος του πληθωρισμού και αύξηση της αβεβαιότητας
Η ελληνική οικονομία διατήρησε την αναπτυξιακή της δυναμική το εννεάμηνο του 2022 (5,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021), παρά τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις και τις επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η αναβληθείσα ζήτηση των νοικοκυριών και οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα λόγω της πανδημίας, σε συνδυασμό με τις υψηλές επιδόσεις του τουριστικού τομέα και τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική στήριξη, συνέβαλαν στην άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας. Βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης ήταν η ιδιωτική κατανάλωση, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και οι επενδύσεις, οι οποίες υποστηρίχθηκαν και από την ενίσχυση των επιχειρηματικών κερδών. Αντίθετα, η αύξηση των εισαγωγών, σε μεγάλο βαθμό λόγω της σημαντικής ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, αλλά και της θετικής πορείας της βιομηχανικής παραγωγής, συνέβαλε αρνητικά στη μεταβολή του ΑΕΠ. Οι περισσότεροι δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας, όπως της βιομηχανικής παραγωγής, των λιανικών πωλήσεων και των πωλήσεων επιβατικών αυτοκινήτων, συνέχισαν να καταγράφουν θετικούς ρυθμούς αύξησης και στη διάρκεια του γ΄ τριμήνου, που ήταν όμως επιβραδυνόμενοι. Ωστόσο, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους παρουσίασαν διακυμάνσεις και κατέγραψαν, όπως και ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών, σταδιακή επιδείνωση λόγω των έντονων πληθωριστικών πιέσεων και της γενικευμένης ανησυχίας σχετικά με τον ενεργειακό εφοδιασμό σε διεθνές επίπεδο. Κάμψη εμφάνισε, σύμφωνα με το Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI), και η μεταποιητική παραγωγή ύστερα από μια μακρά περίοδο ανοδικής τάσης.
Η σημαντικότερη επίπτωση της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, η οποία μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας. Ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από το ρυθμό μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημείωσε σημαντική αύξηση το ενδεκάμηνο του 2022 σε 9,5% κατά μέσο όρο, αντανακλώντας τις πολύ υψηλές αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Την ίδια περίοδο, ο πυρήνας του πληθωρισμού αυξήθηκε σε 5,5% κατά μέσο όρο, καθώς το αυξημένο ενεργειακό και διατροφικό κόστος διαχέεται πλέον στις τιμές των υπηρεσιών και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, πτώση των τιμών των μετοχών, αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου
Η επιδείνωση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών επηρέασε αυξητικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, όπως ήταν αναμενόμενο. Μάλιστα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εμφάνισαν μεγαλύτερη ευαισθησία στη διεθνή μεταβλητότητα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους τίτλους άλλων ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της χαμηλότερης πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, αλλά και του περιορισμένου βάθους της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων. Οι τιμές των μετοχών παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις, όμως η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει ώστε να έχουν καταγράψει μικρότερη πτώση σε σύγκριση με εκείνες των μετοχών στην ευρωζώνη και τις ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου ήταν θετικές, καθώς το 2022, έως σήμερα, δύο οίκοι έχουν αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου, μειώνοντας σε μία μόλις βαθμίδα την ελάχιστη απόσταση από την επενδυτική κατηγορία. Η εξέλιξη αυτή έχει ευνοήσει και άλλους εκδότες ομολόγων με έδρα την Ελλάδα, όπως οι τράπεζες, των οποίων οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις επίσης αναβαθμίστηκαν στο ίδιο διάστημα.
Το δεκάμηνο του 2022 οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα συνέχισαν να αυξάνονται, αν και με πολύ βραδύτερο ρυθμό από ό,τι τα δύο προηγούμενα χρόνια, ενώ ο ετήσιος ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιταχύνθηκε εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, αλλά και λόγω της αύξησης των χρηματοδοτικών τους αναγκών εξαιτίας του υψηλότερου πληθωρισμού. Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά εξακολούθησε να συρρικνώνεται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Η αύξηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει οδηγήσει σε άνοδο των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί.
Προβλέψεις:
Ταχύτερη του αναμενομένου μεγέθυνση το 2022
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 6,2%. Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 1,5%, εξαιτίας της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της σημαντικής υποχώρησης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επιπλέον, τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023.
Επιβράδυνση το 2023
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης.
Η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι συνέχισε να αυξάνεται το 2022, με ακόμη ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας την αυξημένη απασχόληση που επιδρά θετικά στα εισοδήματα, αλλά και την πραγματοποίηση δαπανών που είχαν αναβληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας με χρήση και των υψηλών αποταμιεύσεων που είχαν συσσωρευθεί την ίδια περίοδο. Τα επόμενα έτη η καταναλωτική δαπάνη θα καταγράψει χαμηλότερους ρυθμούς ανόδου, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ η αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα συνεχίσει τη θετική της πορεία, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς.
Μαζική εισροή κεφαλαίων
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, 10% κατά μέσο όρο ετησίως, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Κόβουν ρυθμό οι εξαγωγές
Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν σε σημαντικό βαθμό εφέτος και θα κινηθούν ελαφρώς ανοδικά τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.
Υψηλός πληθωρισμός 2023 και 2024(!)
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται να διαμορφωθεί σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, στο 9,4%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής. Εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, αντανακλώντας κυρίως την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Ο πληθωρισμός χωρίς τις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις χαρακτηρίζονται από αυξημένη αβεβαιότητα και κινδύνους
Οι προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους οι οποίοι συνδέονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες. Ειδικότερα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι προβλέπεται σε περίπτωση (α) περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε εντονότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, (β) υψηλότερου και πιο παρατεταμένου πληθωρισμού, γεγονός που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερες αυξήσεις των ονομαστικών αμοιβών και θα έθετε έτσι σε κίνηση μια ανατροφοδοτούμενη άνοδο του πληθωρισμού, (γ) νέου κύματος της πανδημίας, (δ) χαμηλού ποσοστού απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ, (ε) εμφάνισης μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και (στ) καθυστέρησης στο σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εθνικές εκλογές και στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής. Οι οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου αποτελούν επίσης κίνδυνο για την ελληνική οικονομία.