Πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και εντεινόμενη είναι η πίεση που ασκεί ο Ταγίπ Ερντογάν στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς το Oruc Reis συνεχίζει να κινείται, ολοένα και βαθύτερα, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ενώ η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας επιχειρεί να εντείνει την εσωτερική πίεση στην ελληνική κυβέρνηση με εμπρηστικές δηλώσεις, προπαγανδιστικές φωτογραφίες και αποσταθεροποιητικές πρακτικές.
Αφού οι πολιτικοί χειρισμοί Αθήνας και Άγκυρας και η γενικότερη δυναμική ανάφλεξης, που παρατηρείται στην ανατολική Μεσόγειο, έχουν στρέψει την προσοχή του διεθνούς παράγοντα, τόσο σε κεντρικό πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο, όσο αυτό της κοινής γνώμης, στην περιοχή, ο Ταγίπ Ερντογάν, τώρα επιδεικνύει στρατιωτική ισχύ, πολιτική και στρατηγική βούληση και στέλνει μηνύματα σε ΗΠΑ και ΕΕ, ότι διαθέτει την οριακή δυνατότητα να ελέγξει την “πίσω αυλή τους”. Έτσι, ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται διατεθειμένος να πληρώσει βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα το όποιο κόστος του αναλογεί για να κερδίσει το status της περιφερειακής υπερδύναμης η Τουρκία.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα, σε αυτή τη φάση, υπόκειται σε ένα άνευ προηγουμένου byllying, σε ένα σκηνικό, στο οποίο μέχρι στιγμής δέχεται τις μεγαλύτερες πιέσεις και δυνάμει απώλειες, αλλά του οποίου δεν είναι παρά ο μοχλός πίεσης, αφού η στρατηγική διεθνοποίησης του θέματος, έχει καταστήσει τις διμερείς διαφορές παράγοντα στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν αντιπαρατίθεται με τους μεγάλους, στη γεωπολιτική αρένα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, απέναντι στην Ελλάδα, μετά την αλλαγή της κυβέρνησης επιδιώκει μικροπολιτικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις, εξαιρώντας την Αθήνα από τις κομβικές για την περιοχή διαδικασίες (σύνοδος για προσφυγικό και Λιβύη) και ασκώντας πολιτική αποδυνάμωσης του γεωπολιτικού αποτυπώματος των διμερών αντιπαραθέσεων. Έτσι ο αντίκτυπος των όποιων εντάσεων είναι ολοένα και ασθενέστερος διεθνώς, ισχυρότερος εσωτερικά και δυνατός εσωκομματικά, σε Αθήνα και Άγκυρα.
Ο διαχωρισμός αυτός, έχει καίρια σημασία για την κατανόηση των ενεργειών του Ταγίπ Ερντογάν και του ακροατηρίου που επιδιώκει, έτσι ώστε οι απαντήσεις και τα αντίμετρα να πλήττουν σωστά αναγνωρισμένους και όχι δευτερεύοντες στόχους.
Erdogan-effect στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η στρατηγική του Ταγίπ Ερντογάν μπορεί είτε να οδηγήσει σε “αφωνία” της αντιπολίτευσης, υπό το φόβο ένταξης στον πόλο του Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε/και να αποδυναμώσει την κυβέρνηση της ΝΔ, εκ δεξιών. Ήδη, ο τρόπος με τον οποίο έγιναν δεκτές οι συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο από την σκληρή δεξιά πτέρυγα της ΝΔ και από άλλους, δείχνουν ότι δυναμική επίλυσης των ελληνοτουρκικών που δημιουργείται στη βάση των πιο ρεαλιστικών επιδιώξεων της Αθήνας, υπό την προϋπόθεσης της αποκομιδής οφελών από την (συν)εκμετάλλευση πόρων, δεν βρίσκει ικανοποιητική απήχηση.
Αντιστοίχως, τριγμοί και διαφοροποιήσεις καταγράφονται και στην αντιπολίτευση, με τους 53+ να στοιχίζονται -ούτε λίγο, ούτε πολύ- με την εκτίμηση Τσαβούσογλου, ότι “τα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα είναι εθνικιστικά”, σε αντιδιαστολή με τη μέχρι πρότινος θέση, που είχε προκύψει από τη συμπόρευση με το Πράττω, του Νίκου Κοτζιά. Τώρα, η ισχυρή πολιτικά συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, συστήνει μια πιο ρεαλιστική πολιτική, καθαρή από μαξιμαλιστικές αξιώσεις του παρελθόντος, σε τόνους συνεργασίας και συμπόρευσης με την Τουρκία, εκτιμώντας ότι έτσι, η Ελλάδα μπορεί να βρει εκ νέου ευήκοα ώτα στο διεθνές ακροατήριο.
Στο δεύτερο σενάριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα μπορούσε, είτε να αναζητήσει συμμάχους από την κεντροαριστερά, του ΚΙΝ.ΑΛ, προσφέροντας οφίτσια, είτε να οδηγήσει τη χώρα σε διπλές εκλογές. Η δεύτερη επιλογή, μπορεί να είναι αποτέλεσμα συγκερασμού διαφόρων παραγόντων, δεσπόζουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχει η ροή ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Δυστοπικό ταγκό
Ο Ταγίπ Ερντογάν, όχι μόνο εκμεταλλεύεται τις πολιτικές (αν)ισορροπίες στο εσωτερικό της Ελλάδας, αλλά έχει προσπαθήσει πολλές φορές να χρησιμοποιήσει τα -πάντα ευαίσθητα- εθνικά-(ιστικά) αντανακλαστικά πολλών, ιδιαίτερα φιλοκυβερνητικών media, τα οποία σπεύδουν να αναδείξουν δηλώσεις, διεκδικήσεις και κινήσεις της Άγκυρας σε μείζον θέμα στην Ελλάδα. Έτσι, τα media επιβάλλουν πολιτική ατζέντα στο εσωτερικό, αναγκάζοντας κυβέρνηση και αντιπολίτευση να τοποθετηθούν και πριμοδοτώντας το σκηνικό που επιδιώκει να στήσει κάθε φορά η Τουρκία,
Πρόκειται για έναν μηχανισμό, τη λειτουργία του οποίου έχει σκιαγραφήσει η Άγκυρα και τον ενεργοποιεί κατά το δοκούν, με την ελληνική κυβέρνηση να παρεμβαίνει μόνο κατευναστικά, τόσο εσωτερικά, όσο και προς την Τουρκία, με αποτέλεσμα να αδυνατίζει το σκληρό προφίλ της και να καθίσταται πιο ευάλωτη στην ακροδεξιά-εθνικιστική ρητορική.
Με δεδομένο όμως τον κομματικό πυρήνα της σημερινής κυβέρνησης, η αποδυνάμωσή της, περιορίζει τις πιθανότητες επίλυσης προβλημάτων, ενώ, η παρατεταμένη εργαλειοποίηση των εθνικών θεμάτων στο εσωτερικό σκηνικό, υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα και άρα το διεθνές εκτόπισμα του ίδιου του πρωθυπουργού.
Υπ αυτό το πρίσμα, ο Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει να ροκανίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη εσωτερικά, σε τέτοιο βαθμό που ο διεθνής παράγοντας δεν θα ενεργοποιηθεί απέναντι στην Τουρκία, λόγω του υψηλού κινδύνου πολιτικών ανατροπών στην Ελλάδα.
Ο Μητσοτάκης σε self-preservation mode
Αντιλαμβανόμενος το ενδεχόμενο να καταγραφεί η απώλεια ερεισμάτων σε κρίσιμες στιγμές, όπως συνέβη με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδιπλώνεται “οικειοθελώς“, περιορίζοντας την έκθεσή του, προβάλλοντας περισσότερο το εσωτερικό και μόνο επιλεκτικά το διεθνές πρόγραμμά του. Παράλληλα, αναβαθμίζει την κινητικότητα του υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος χρεώνεται το βάρος της διαμόρφωσης μετώπου και επωμίζεται το όποιο πολιτικό κόστος από τις συμφωνίες που υπογράφονται.
Η στρατηγική αυτή, απέδωσε καρπούς, καθώς επέτρεψε στην Ελλάδα να προσεγγίσει τους εταίρους σε λειτουργικό-τεχνικό επίπεδο, αποσπώντας συμφωνίες που οικοδομούν πολιτική στήριξη, αλλά δεν ενεργοποιούν αφή στιγμής υπογράφονται. Έτσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσωσε πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο όμως θα πρέπει να δαπανήσει τώρα, ή όχι πολύ πιο κάτω για να εμποδίσει την περαιτέρω φθορά, δική του και των εθνικών θέσεων.
Η ελληνική κυβέρνηση, πάντως, ακόμα δεν έχει προσδιορίσει ευκρινώς, μια ικανοποιητική βάση έναρξης των διμερών διαπραγματεύσεων και το κομβικό σημείο για την αναβάθμισή τους σε πολυμερή, περιφερειακά με χώρες και σχηματισμούς, ή κεντρικά με θεσμούς και όργανα. Έτσι, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο διμερών διαπραγματεύσεων για όλα τα ανοιχτά ζητήματα, τροφοδοτώντας τη γεωπολιτική βουλιμία του Ταγίπ Ερντογάν.