Το “whatever it takes” της Κριστίν Λαγκάρντ αμφισβητεί ευθέως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, καθώς αν και δεν έκρινε επί της ουσίας τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP), απεφάνθη, ότι η πολιτική έγκρισης που ακολούθησε η κυβέρνηση της Άγκελα Μέρκελ δεν ήταν η δέουσα, καθώς δεν ζήτησε την έγκριση του.
Η απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού Δικαστηρίου της Γερμανίας ζητά από τη γερμανική κυβέρνηση να υποχρεώσει την Bundesbank και κατ επέκταση την ΕΚΤ, να παράσχουν επαρκή αιτιολόγηση ως προς την αναλογικότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για την κορονοϊό, έτσι ώστε να δικαιολογηθεί ο κατεπείγον και χαρακτήρας του και οι ιδιάζουσες συνθήκες.
Η απόφαση αν και στηρίζεται σε νομικούς λόγους, έχει εξόχως πολιτική επίγευση, καθώς αμφισβητεί τη δυνατότητα της ΕΚΤ να αποφασίζει και να εκτελεί πολιτικές που δεν εγκρίνονται από ολόκληρη την αλυσίδα που προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα και η οποία καταλήγει στο ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο. Παράλληλα, αν και σε πρώτη ανάγνωση εγκαλεί την Γερμανίδα καγκελάριο, σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, μέσα από το φακό της τρέχουσας συγκυρίας και των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην ΕΕ. φαίνεται ότι προσφέρει στην Άγκελα Μέρκελ ένα ακόμη διαπραγματευτικό χαρτί.
Τα νέα δεδομένα δεν ανατρέπουν ουσιαστικά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και τις άλλες πρωτοβουλίες, που συνολικά ανέρχονται στα 2,2 τρισ. ευρώ, αλλά αποτελούν καμπανάκι προς την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επιχείρησε να επιδείξει άμεση ανταπόκριση στα δεδομένα που διαμορφώνονταν, υιοθετώντας αντισυμβατικές πρακτικές. Η απόφαση, όμως, αποτελεί και μια ακόμη στιγμή “αναμέτρησης” στην οποία η Γερμανία επιδεικνύει ότι διαθέτει εργαλεία ελέγχου των εξελίξεων ακόμα και ex post.
Η απόφαση
Η απόφαση που δημοσιοποιήθηκε σήμερα για το PSPP δεν αφορά τα οποιαδήποτε μέτρα χρηματοοικονομικής βοήθειας λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή η ΕΚΤ στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης του κορωνοϊού.
Κατά το Δικαστήριο, μετά από μια μεταβατική περίοδο που δεν θα ξεπερνά τους τρεις μήνες, η Bundesbank δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει στο PSPP, εκτός και αν η ΕΚΤ δείξει την αναγκαιότητά του.
Επίσης, η Bundesbank πρέπει να διασφαλίσει πως τα ομόλογα που έχει ήδη αγοράσει και διακρατά στο χαρτοφυλάκιό της θα πωληθούν με βάση μια -πιθανότατα μακροπρόθεσμη- στρατηγική που θα συντονίζεται με το Ευρωσύστημα.
Έχοντας ήδη συγκεντρώσει ομόλογα ύψους σχεδόν 3 τρισ. ευρώ από το 2015, η ΕΚΤ από καιρό βασιζόταν στις αγορές ομολόγων για να στηρίξει την οικονομία σε περιόδους κρίσεων και απειλής αποπληθωρισμού. Και επειδή είναι η κεντρική τράπεζα της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, η Bundesbank έχει τη μερίδα του λέοντος στις αγορές αυτών των ομολόγων.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να έχει διαβουλευτεί για σειρά παραγόντων, σχετικά με το πώς το QE μπορεί να επηρεάσει ένα μεγάλο εύρος της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των ενοικιαστών και των αγοραστών ασφαλιστικών συμβολαίων. Η επανεξέταση αυτών των ζητημάτων και η αναλογικότητα του QE, θα φέρουν το πρόγραμμα σε συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ.
Όπερ σημαίνει ότι η απόφαση αφορά μόνο την υποχρέωση της ΕΚΤ να αιτιολογήσει το PSPP υπό του πρίσμα του κανόνα της αναλογικότητας.