Σημαντικό κενό στον τρόπο αντίληψης, καταγραφής και κάλυψης των νέων κόκκινων δανείων, καταγράφεται μεταξύ των τραπεζών ΗΠΑ και ΕΕ, αλλά και εντός της Ένωσης, καθώς οι συστάσεις της ΕΚΤ δημιουργούν θεμελιώδη αντίφαση με τα νέα λογιστικά πρότυπα IFRS-9, ενώ η εικόνα θολώνει έτι περαιτέρω εξαιτίας της ελλιπούς προόδου στην εμπέδωση των standards της Βασιλείας ΙΙΙ. Έτσι, η κάθε τράπεζα αποκτά μεγάλη διακριτική ευχέρεια για την αποτύπωση της πραγματικότητας, καθιστώντας αδύνατη την ολιστική προσέγγιση και αυξάνοντας νομοτελειακά το ρίσκο για εν δυνάμει επενδυτές.
Ενώ η κρίση του 2008-9 αντιμετωπίστηκε σχεδόν ενιαία από τις αρχές και τις τράπεζες παγκοσμίως, οδηγώντας σε αυστηρότερες διαδικασίες, πιο διάφανες πρακτικές και ομογενοποιημένα standards, η νέα οικονομική κρίση, ως απότοκο της υγειονομικής κρίσης, οδηγεί σε μαζική απορρύθμιση και αναδεικνύει πρακτικές συγκάλυψης στο κεντρικό επίπεδο. Σε αυτό βέβαια έχει συμβάλλει η εμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ, η υπερκόπωση του μεγάλου συνασπισμού στη Γερμανία, η αδύναμη -ακόμα- και ενδεχομένως άβουλη Κομισιόν και η διαρκής απειλή της ακροδεξιάς.
Σε περιβάλλον βαθιάς οικονομικής κρίσης όπως αυτό που επανέρχεται τώρα, με τις κοινωνίες να έχουν ήδη πληρώσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τις συνεπακόλουθες πολιτικές λιτότητας, το ενδεχόμενο νέας διάσωσης των τραπεζών από τις κυβερνήσεις θα είχε προδήλως αρνητικές πολιτικές συνέπειες.
Ενώ στις ΗΠΑ είχαν από καιρό εφαρμοστεί όλες, σχεδόν, οι φάσεις της Βασιλείας ΙΙΙ και τα επιτόκια βρίσκονται στην κορύφωση του ανοδικού κύκλου, προσφέροντας αποδόσεις σε όλα τα επίπεδα του χρηματοοικονομικού συστήματος, στην Ευρώπη, η συντηρητική δημοσιονομική πολιτική, η διαρκής προσπάθεια ποδηγέτησης της ΕΚΤ και οι πολιτικές εσωτερικού αποκλεισμού και πολιτικής χειραγώγησης χωρών, ανέστειλαν τις εξελίξεις, διεύρυναν το θεσμικό και κεφαλαιακό gap με τις ΗΠΑ και άφησαν τους τραπεζίτες πιο… “χαλαρούς”.
Τώρα, την ώρα της κρίσης, οι αμερικανικές τράπεζες, αποδεικνύεται ότι βρίσκονται σε καλύτερη θέση, επενδύοντας εμπροσθοβαρώς σε πολιτικές εξυγίανσης των ισολογισμών τους, με αυξημένες προβλέψεις για NPL’s-NPE’s. Αντιθέτως, στην Ευρώπη, οι τραπεζίτες διαφοροποιούνται τόσο ως προς τις ΗΠΑ, όσο και μεταξύ τους. Άλλοι εκμεταλλεύονται την ευελιξία των IFRS 9 και της ΕΚΤ, διενεργώντας περιορισμένες προβλέψεις, στη βάση του μέσου όρου NPE’s της τριετίας, όπως προβλέπουν τα νέα λογιστικά πρότυπα και προτρέπει ο SSM. Άλλοι, τέλος, επιλέγουν την αμερικανική προσέγγιση με τη διενέργεια μεγάλων προβλέψεων.
Οι επιλογές αυτές όμως, δεν είναι τυχαίες, αλλά στρατηγικές, καθώς με δεδομένο ότι νέα κόκκινα δάνεια θα γεννηθούν, τα περιθώρια κέρδους στενεύουν λόγω των αρνητικών επιτοκίων, ενώ οι τραπεζικές εργασίες θα εστιαστούν σε αναδιαρθρώσεις δανείων, οι τράπεζες αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να προσφύγουν στις αγορές για δανεισμό ή σε κρατική στήριξη. Συνεπώς, οι επιλογές τους, για τη διαχείριση των NPL’s, εξαρτώνται από συμφωνίες και συνεννοήσεις με υφιστάμενους μετόχους και μελλοντικούς επενδυτές. Όταν μάλιστα οι δύο αυτές ιδιότητες συμπίπτουν, τότε είναι ευκολότερο να εξαχθούν συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των διοικήσεων.
Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση της ΕΚΤ να χαλαρώσει τους κανονισμούς και να επιτρέψει στους τραπεζίτες να παραβλέψουν το πρόβλημα είναι συνέπεια της αδυναμίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να συμφωνήσει εγκαίρως σε πακέτο κινήτρων και επιδοτήσεων. Έτσι, στην πραγματικότητα η ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια καταθέσεων και με εργαλεία διαμοιρασμού ρίσκου, αναπληρώνει την έλλειψη επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε κεντρικό επίπεδο.
Με βάση την τελευταία απόφαση του Eurogroup και τα όσα ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι κυβερνήσεις έχουν δύο επιλογές: Να δανειστούν εμμέσως και μέσω τραπεζών και ομολόγων από την ΕΚΤ, ή να δανειστούν άμεσα από τον ESM. Το σκηνικό, αυτό, πάντως αναστατώνει η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας που ζητά αναλογικότητα και …”εξηγήσεις” για το QE.
Την εικόνα που διαμορφώνεται θεσμικά και λογιστικά, αποτυπώνουν με ιδιαίτερη καθαρότητα οι Financial Times, καθώς επισημαίνουν ότι οι αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη αυξήσει κατά 350%(!) τις προβλέψεις για νέα κόκκινα δάνεια, φτάνοντας στα 25 δισ., ενώ οι ευρωπαϊκές κατά 269% στα 16 δισ. Συνοπτικά, δηλαδή, οι Αμερικανοί τραπεζίτες προβλέπουν 25 δισ. κόκκινα και οι Ευρωπαίοι μόλις… 16 δισ.
Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσαν οι FT, η HSBC λαμβάνει ιδιαίτερα απαισιόδοξη στάση, διενεργώντας προβλέψεις 3 δισ. για το 2020 και προβλέποντας ζημιές 11 δισ. δολάρια το 2021. Στον αντίποδα, βρίσκεται η Deutche Bank, η οποία επικαλείται τη μεγάλη αβεβαιότητα και σχηματίζει προβλέψεις μόλις για νέα κόκκινα 500 εκατ. ευρώ. Η αντιπαράθεση γίνεται πιο γλαφυρή όταν στην DB αντιπαραβάλλεται η ευθέως ανταγωνιστική της Barclays, που δινεργεί προβλέψεις 2,1 δισ. λιρών για το τρέχον έτος.
Το ζήτημα πλέον είναι ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την επανευγράμμιση του συστήματος στην ΕΕ, ενώ η αντιστοιχία με τις ΗΠΑ χάνεται, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε τοξικούς ανταγωνισμούς ακόμα και σε θεσμικό επίπεδο.
Η Ευρώπη φαίνεται ότι επέλεξε να στοιχηματίσει κόντρα στον χρόνο, ότι η πανδημία θα αποδράμει σύντομα, οι τράπεζες θα αντέξουν και η επόμενη ημέρα θα ξημερώσει σύντομα. Οι ΗΠΑ κινούνται με βάση το worst case scenario. Σε αυτό το περιβάλλον, η αντίδραση των αγορών αναμένεται αντιστοίχως νευρική, καθώς το ρίσκο ενισχύεται.