Σε συμφωνία για νέο πρόγραμμα μείωσης της παραγωγής πετρελαίου κατά 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως, κατέληξαν Ρωσία-Σαουδική Αραβία και OPEC+. Η συμφωνία επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης την Πέμπτη, η οποία αρχικά είχε προγραμματιστεί για τη Δευτέρα, αλλά αναβλήθηκε, ενώ έντονες πιέσεις ασκούσαν οι ΗΠΑ, με τον Ντόνλαλντ Τραμπ να απειλεί με δασμούς.
Αν και η συμφωνία επικεντρώνεται σε σχέδιο μείωσης της παραγωγής, εν τούτοις δεν προβλέπεται να είναι τόσο δραστική ώστε να εξαντλήσει το απόθεμα στην αγορά, δεδομένης της μεγάλης μείωσης της ζήτησης εξαιτίας των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης του κορονοίού.
Αν και αρχικά η αγορά αντέδρασε θετικά, με τις τιμές του πετρελαίου να γράφουν κέρδη έως και 12%, ενδοσυνεδριακά, εν συνεχεία υποχώρησαν ελλείψει λεπτομερειών για τη συμφωνία του καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών με τη Ρωσία και τους ανεξάρτητους παραγωγούς.
Η απουσία επαρκούς τεκμηρίωσης για τη συμφωνία καταδεικνύει ότι πρόκειται για μια συνεννόηση, η οποία απαντά στις εντεινόμενες πιέσεις από την Ουάσιγκτον και όχι για συμφωνία ουσίας. Μετά την αντίδραση των αγορών, οι υπουργοί ενέργειας των εμπλεκομένων χωρών αναμένεται να δώσουν στη δημοσιότητα περισσότερα στοιχεία, χωρίς ωστόσο τίποτα να εγγυάται την άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ρωσία είχε αποσυρθεί από την ήδη τριετούς διάρκειας συμφωνία ελέγχου της παραγωγής για την εξάλειψη των αποθεμάτων που είχε συνάψει με τη Σαουδική Αραβία και την ομάδα OPEC+.
Αν και οι χαμηλές τιμές πλήττουν καίρια τα έσοδα της Ρωσίας και εκτροχιάζουν τον προύπολογισμό της Σαουδικής Αραβίας, τη στιγμή που το βασίλειο επιχειρεί να περιορίσει την εξάρτησή του από το πετρέλαιο, βαρύ κόστος πληρώνουν και οι ΗΠΑ, καθώς το σχιστολιθικό αργό που εξάγουν έχει πολύ υψηλότερο κόστος και ως εκ τούτου καθίσταται μη ανταγωνιστικό.
Ως αποτέλεσμα πολλές εταιρίες του κλάδου περιορίζουν δραστικά τις δραστηριότητές τους, που ως συνέπεια απολύσεις. Το σκηνικό αυτό σε έτος εκλογών στις ΗΠΑ, υπονομεύει την προοπτική επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η Βενεζουέλα και το Ιράν έχουν τεθεί εκτός αγοράς, λόγω εμπάργκο από τις ΗΠΑ, αφαιρώντας από το ισοζύγιο σημαντικές ποσότητες και διευκολύνοντας έτσι την ανάδειξη των ΗΠΑ ως μείζονος πετρελαιοπαραγωγού και εξαγωγικής δύναμης.