Ντόμινο -όχι άμεσα ορατών- εξελίξεων στην ελληνική πολιτική σκηνή αναμένεται να προκαλέσει η απόφαση της Ρωσίας να ανταποκριθεί στη ρηματική διακοίνωση της Βόρειας Μακεδονίας και να αναγνωρίσει τη χώρα με τη νέα συνταγματική της ονομασία, έναντι της παλαιάς, που ήταν “Μακεδονία”, υπαναχωρώντας από τη διπλωματική και πολιτική της θέση να αμφισβητήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στη βάση της μη τήρησης της έννομης τάξης στην ψηφοφορία στη Βουλή των Σκοπίων.
Η λακωνική ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μια νίκη της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ενεργοποιώντας την οικονομική και ενεργειακή διπλωματία επανέφερε τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας σε διαδικασία διεύρυνσης και εμβάθυνσης. Ωστόσο, ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να έπαιξε και η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Μόσχα και οι συναντήσεις που είχε με τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και τον πρωθυπουργό Ντιμίτρι Μεντνβέντεφ.
Αν και η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε τη Συμφωνία των Πρεσπών στη Βουλή, δημοσίως έχει ξακαθαρίσει ότι θα την τιμήσει και θα την στηρίξει, ενώ κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε ότι η Ελλάδα ανήκει στη δυτική δομή ασφάλειας (NATO), αλλά επιβεβαίωσε τη διάθεση της Νέας Δημοκρατίας να κινηθεί στους άξονες που έχει θέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στη Ρωσία λέγοντας ότι υπάρχουν περιθώρια διεύρυνση της συνεργασίας στον ενεργειακό και τουριστικό τομέα.
Οι δηλώσεις αυτές, που εκ πρώτης φαίνονται τυπικές, αποτέλεσαν στην ουσία τη δέσμευση ενός εν δυνάμει πρωθυπουργού για τη συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής, διασφαλίζοντας τη συνέχεια του κράτους. Η στάση αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη, όμως, ξεκλείδωσε και μια διαδικασία παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων, η οποία βοήθησε καταλυτικά στην αλλαγή στάσης της Ρωσίας έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Πολιτικά, στην Ελλάδα, η σύγκρουση με τη Ρωσία για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αν και αυτή είχε περιοριστεί διπλωματικά στις εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία, αποτελούσε τη βάση για την ανάδειξη ή ενδυνάμωση πολιτικών σχηματισμών στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, η πανσπερμία τάσεων στη Δεξιά, που είχε ως βάση τη Συμφωνία των Πρεσπών, αποδυναμώνει την προοπτική της Νέας Δημοκρατίας.
Συνεπώς, μπορεί η απόφαση της Ρωσίας να υπαναχωρήσει έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποδεχόμενη και αναγνωρίζοντας τη Βόρεια Μακεδονία με τη νέα συνταγματικής ονομασία να αποτελεί προϊόν της οικονομικής-ενεργειακής διπλωματίας της κυβέρνησης, η χρονική συγκυρία, όμως, αποτελεί κίνηση που αποδίδεται στην επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Μόσχα και τις διαβεβαιώσεις για τη συνέχιση της συμφωνηθείσας με την κυβέρνηση Τσίπρα, ενεργειακής πολιτικής.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει απορροφήσει το πολιτικό κόστος της Συμφωνίας των Πρεσπών, η απόφαση της Ρωσίας, συμβάλλει στην ύφεση των πιέσεων και περιορίζει τα ανοιχτά μέτωπα στην εξωτερική πολιτική, ωστόσο έχει πολύ χαμηλή αξία στο εσωτερικό σκηνικό.
Εν κατακλείδι, η αναγνώριση της Βόρειας Μακεδονίας από τη Ρωσία συμβάλλει στην ενίσχυση της Νέας Δημοκρατίας, καθώς αποδυναμώνει το έρεισμα σχηματισμών όπως του Πάνου Καμμένου και του Κυριάκου Βελόπουλου, καθώς τους αφαιρεί πρακτικά τη δυνατότητα να ποντάρουν σε αυτό στη στήριξη από τη Μόσχα. Αντιστοίχως, όμως, ενισχύει και τη Χρυσή Αυγή, καθώς αποτελεί τον μόνο ακροδεξιό σχηματισμό με αντιπροσώπευση στη Βουλή, την οποία αναμένεται να διατηρήσει ή ακόμα και να ενισχύσει, μετά τις τελευταίες εξελίξεις.