Την αύξηση της πίεσης προς τον Ντόναλντ Τραμπ και ιδιαίτερα στους εν ενεργεία συνεργάτες του, συνιστά η εισαγγελική πρόταση για επιβολή ποινής φυλάκισης 24 ετών στον πρώην διευθυντή της καμπάνιας του προέδρου των ΗΠΑ, Πολ Μάναφορτ, για την υπόθεση των σχέσεων με τη Ρωσία και της παρέμβασης Ρώσων στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Η πρόταση δημοσιοποιήθηκε λίγο πριν την κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στα σύνορα με το Μεξικό από τον Ντόναλντ Τραμπ. Αν και αντικειμενικός στόχος, της προαναγγελθείσας απόφασης του προέδρου των ΗΠΑ, ήταν η διασφάλιση χρηματοδότησης για το τείχος, καθώς το shutdown είχε ήδη πλήξει τη δημοτικότητά του, η τροπή που παίρνει η υπόθεση των σχέσεων με τη Ρωσία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τον πυροκροτητή.
Αν και η πρόταση αφορά επαφές και συμπεριφορές σε σχέση με συγκεκριμένη έρευνα, καταδεικνύει, όμως το επίπεδο των σχέσεων του Τραμπ με τις ομοσπονδιακές αρχές και την σαφή πρόθεση του Μιούλερ να “μη χαρίσει κάστανα”. Τούτων δοθέντων και με τις έρευνες να συνεχίζονται, περισσότερους συμβούλους και προσωπικό να καταθέτει, η εξεύρεση πρόσθετων στοιχείων θα είναι ευκολότερη, καθώς η μοίρα όσων προσπαθούν να υπονομεύσουν την έρευνα διαγράφεται…. ζοφερή.
Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρεί κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης επιτυγχάνει διττό στόχο: αφενός να ενεργοποιήσει εξουσίες και κονδύλια στα οποία δεν είχε πρόσβαση και αφετέρου να αποπροσανατολίσει την πολιτική συζήτηση και την κοινή γνώμη.
Η πολιτική και πρακτική διολίσθηση του Τραμπ, αν θεωρείται αναπόδραστη συνέπεια της ρητορικής και της ψυχοσύνθεσής του, επιτείνεται από συγκυρίες όπως αυτή με τον Μάναφορτ και είναι πιθανό να τον οδηγήσει σε περισσότερα πολιτικά λάθη, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για το πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ και τις σχέσεις της χώρας με εταίρους και συμμάχους.
Η υπόθεση Μάναφορτ
Σε έγγραφο που διαβιβάστηκε στο αρμόδιο δικαστήριο, η ομάδα του εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ αναφέρει συγκεκριμένα ότι θεωρεί πως στον Μάναφορντ πρέπει να επιβληθεί ποινή φυλάκισης από 19,5 έως 24,5 χρόνια. Η ομάδα του εισαγγελέα συμφωνεί με την εκτίμηση του υπουργείου Δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος θα πρέπει να καταδικαστεί σε ποινή από «235 έως 293 μήνες».
Σε αυτήν προστίθενται πρόστιμο που θα κυμανθεί από 50.000 έως 24,4 εκατομμύρια δολάρια, όπως προβλέπει ο νόμος, κοινωνική και δικαστική παρακολούθηση έως πέντε χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, αποζημιώσεις ύψους 24,8 εκατομμυρίων δολαρίων και η κατάσχεση 4,4 εκατομμυρίων δολαρίων.
Δύο ημέρες νωρίτερα, ομοσπονδιακή δικαστής είχε επικυρώσει τη θέση του γραφείου του εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία ο Μάναφορτ, αφότου δέχτηκε να συνεργαστεί με τους ερευνητές για να ελαφρύνει την ποινή του, τους είπε ψέματα «σκόπιμα» σε σχέση με τις επαφές που είχε το 2016 και το 2017 με τον Κονσταντίν Κιλίμνικ, ο οποίος είχε σχέσεις με τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η δικαστής είχε επίσης αποφανθεί επίσης ότι ο Μάναφορτ είπε ψέματα σε σχέση με οικονομικές συναλλαγές και με ένα μέρος της έρευνας του Μάλερ που παραμένει απόρρητο. Η δικαστική αυτή απόφαση είχε ως συνέπεια να μην συνδέεται πλέον ο ειδικός εισαγγελέας με τη συμφωνία που όριζε την επιβολή ποινής φυλάκισης έως 10 έτη στον Μάναφορτ για τη συνεργασία του με τον εισαγγελέα Μάλερ και το FBI.
Ο 69χρονος Πολ Μάναφορτ, λομπίστας που είχε ηγηθεί για σύντομο χρονικό διάστημα της προεκλογικής ομάδας του προέδρου των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2016, κρίθηκε ήδη ένοχος τον Αύγουστο για τραπεζική και οικονομική απάτη, για τον ρόλο του σε φιλορωσικά πολιτικά κόμματα στην Ουκρανία μεταξύ του 2004 και του 2014. Ο Μάναφορτ αναμένει την ποινή του, η οποία μπορεί να είναι αυστηρότερη.