Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα θεωρείται ιστορική καθώς επαναπροσδιορίζει τις ελληνό-ρωσικές σχέσεις αναδεικνύοντας το πλαίσιο που οριοθετείται από τη realpolitik και τη γεωοικονομία, ως το πεδίο μέσα στο οποίο επιχειρείται η επαναπροσέγγιση, τη θέση της Ρωσίας ως περιφερειακής δύναμης, όχι όμως υπερδύναμης και το ρόλο της Ελλάδας ως διαύλου επικοινωνίας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, τα στερεότυπα της μακρόχρονης φιλίας και της αμυντικής συμμαχίας, τα οποία τείνουν να διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα φιλορωσική εικόνα στην ελληνική κοινή γνώμη, τώρα επαναπροσδιορίζονται. Παράλληλα, καθίσταται σαφές ότι αυτά διέπονται διαχρονικά από το πνεύμα της ισορροπίας δυνάμεων, το οποίο αναγκάζεται τις, κατά τα άλλα, συγγενείς πολιτιστικά χώρες, να ακολουθούν αποστασιοποιημένες στρατηγικά πολιτικές.
Η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της Ρωσίας και η υπογραφή οικονομικών αλλά όχι στρατηγικών συμφωνιών, αποδεικνύει ακριβώς, τα όρια μέσα στα οποία κινούνται και θα κινηθούν αυτές.
Ενώ διέπονται από κοινές ιστορικές πολιτισμικές και θρησκευτικές αναφορές, ειναι το οικονομικό αντικείμενο που παράγουν, αυτό που δρα πλέον ως συντακτική βάση, όπως προκύπτει από τις συνεχείς αναφορές του Βλάντιμιρ Πούτιν, κατά τη συνέντευξη Τύπου, στους οικονομικούς δεσμούς και το διμερές εμπόριο.
Η αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων της επίσκεψης παραπέμπει σε δυο βασικές αναγνώσεις:
(α) ότι ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν μετά από μια «ψυχροπολεμική» κρίση – απελάσεις Ρώσων διπλωματών – κάνοντας μια ουσιαστική επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων και
(β) ότι έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – υπογραφή συμφωνιών low politics που αφορούν κυρίως εμπορικές και οικονομικές συνεργασίες. Επιπροσθέτως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση απομυθοποιεί τις ελληνό-ρωσικές σχέσεις, επαναπροσδιορίζοντας τες, διαχρονικά και θέτοντας τις βάσεις για μια πιο ρεαλιστική και προσγειωμένη προσέγγιση και σε επίπεδο λαών.
Ταυτόχρονα, η επίσκεψη Τσίπρα, καθιστά σαφές ότι έχει το σθένος που απαιτείται για να αντιστρέψει αρνητικές συγκυρίες, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και εφαρμόζοντας ενεργητική εξωτερική πολιτική. Το μήνυμα αυτό συνάγεται από τη διπλή ιδιότητα του Αλέξη Τσίπρα, καθώς επιδεικνύει ηγετική ικανότητα, μέσω του λελογισμένου, δομικού, κυβερνητικού συγκεντρωτισμού.
Έτσι, χρεώνει την κρίση, που οδήγησε στην απέλαση των Ρώσων διπλωματών, στον τέως υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε την ευθύνη της αποκατάστασης της σχέσης το συνεπαγόμενο, εσωτερικό πολιτικό κόστος.
Η κυβέρνηση της Αθήνας ακολουθεί μια εξωτερική πολιτική προσαρμοσμένη στα δυτικά συμφέροντα ως κράτος πλήρες – μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Μόσχα ενεργεί από την πλευρά της με χαρακτηριστικά aggressive actor προσπαθώντας να περιορίσει την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δυτικά Βαλκάνια και ανατολική Μεσόγειο.
Οι ελληνό – ρωσικές σχέσεις ουσιαστικά καθορίζονται από τρεις δυσεπίλυτες εξισώσεις:
(α) τη Συμφωνία των Πρεσπών που αντικρούει στα δυτικά βαλκάνια τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα. Αν εφαρμοστεί ανοίγει ο δρόμος της ΠΓΔΜ για ένταξη στο ΝΑΤΟ και μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα ενδυναμώνει το διεθνές προφίλ – ασκήθηκαν πιέσεις από Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες- και αποκτά ενεργό ρόλο στις προσπάθειες που γίνονται με στόχο τη σταθερότητα στα δυτικά Βαλκάνια. Η Μόσχα δεν επιθυμεί τα Σκόπια να ενταχθούν στις ευρω-ατλαντικές δομές.
(β) τη συνεργασία στο ενεργειακό τομέα αναφορικά με τον Turkish Stream. Δεν θεωρείται εφικτή με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα. Η αποκωδικοποίηση των δηλώσεων Τσίπρα και Πούτιν στην κοινή συνέντευξη Τύπου – περιορίστηκαν σε διαπιστώσεις και επιθυμίες αντίστοιχα, υποδηλώνει ότι αμφότερες Ελλάδα και Ρωσία θα διατηρήσουν την υφιστάμενη ενεργειακή τους διπλωματία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα στοχεύει να εξελιχθεί σε ένα transit state αλλά εκτός από τις υποδομές που απαιτούνται ακολουθεί τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διαφοροποίηση των πηγών ενεργείας και το περιορισμό της από το ρωσικό φυσικό αέριο.
(γ) την ανατολική Μεσόγειο, καθώς Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον ίδιο στρατηγικό άξονα αντικρούοντας τα ρωσικά αλλά και τα τουρκικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Η ανησυχία της Μόσχας εκφράστηκε δια στόματος της εκπρόσωπου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών Μαρίας Ζαχάροβα η οποία προειδοποίησε ότι η περαιτέρω στρατικοποίηση της Κύπρου θα έχει επικίνδυνες και αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για τη χώρα.
Συμπερασματικά, Ελλάδα και Ρωσία πέτυχαν την επανεκκίνηση των σχέσεων αλλά απέχουν από το γίνουν στρατηγικοί εταίροι. Η ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών με βάση την ιστορική και θρησκευτική παράδοση και οι συμφωνίες που υπογράφηκαν αποτελούν το σύνηθες επιστέγασμα των ελληνό-ρωσικών σχέσεων των τελευταίων ετών.