Διαστάσεις χιονοστιβάδας λαμβάνουν πλέον οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο της Folli Follie, καθώς η διαρροή του βουλεύματος, για τη δέσμευση λογαριασμών, από το site “fimitro.gr” αποκαλύπτει ότι οι ελεγκτικές εταιρίες, η εποπτική αρχή και η Εισαγγελία είναι -σε μεγάλο βαθμό- πεπεισμένες για τον δόλο και την προμελέτη από την πλευρά της διοίκησης και των βασικών μετόχων, αντιμετωπίζουν την υπόθεση ενιαία και όχι κατ’ άτομο και εδραιώνεται η εντύπωση ότι επρόκειτο για σχήμα επενδυτικής απάτης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία οι ιδιοκτήτες και επικεφαλής της Folli Follie φέρονται να είχαν ξεκινήσει την προσπάθεια δημιουργίας της υπερπληθωρισμένης εταιρίας από το 2007, ενώ -όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις- οι λογιστικές ατασθαλίες ξεκινάει ενδεχομένως από το 2001. Σε γενικές γραμμές, δηλαδή ορκωτοί λογιστές, εφοριακοί, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Χρηματιστήριο, τράπεζες και διεθνή funds και μικροεπενδυτές, αγόραζαν επί μια δεκαετία “αέρα”.
Το ζήτημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί η Folli Follie ξεκίνησε τη διαδικασία παραγωγής εικονικού τζίρου, δανεισμού από τράπεζες και αγορές μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, όταν δηλαδή τα περιθώρια είχαν στενέψει και η αξιοπιστία χτιζόταν απ’ την αρχή. Η χρονική συγκυρία, λοιπόν, καλεί για περαιτέρω και βαθύτερη διερεύνηση, καθώς δεν είναι δυνατόν χωρίς βοήθεια, μια εταιρία από την Ελλάδα να φτάσει να δανειστεί 450 εκατ. από Funds, όταν τα οικονομικά της στοιχεία είναι εικονικά.
Με βάση το μέχρι σήμερα διαθέσιμο υλικό της προκαταρκτικής εξέτασης, το οποίο προέρχεται αφενός από την εποπτική αρχή των εισηγμένων εταιρειών αφετέρου από το προσωρινό έστω πόρισμα τρίτης ανεξάρτητης ελεγκτικής εταιρείας υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι η εταιρεία όχι μόνο για το 2017 αλλά με μεγάλη βεβαιότητα επί σειρά ετών δηλαδή κατ΄εξακολούθηση δημοσιοποιούσε ανακριβείς οικονομικές καταστάσεις διογκώνοντας και τον κύκλο των πωλήσεων της και τα κέρδη της και τα ταμειακά της διαθέσιμα δημιουργώντας συστηματικά μάλιστα στους επενδυτές αλλά και στις εποπτικές αρχές μια παραπλανητική εικόνα για τις πραγματικές δυνατότητες της εταιρείας στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός ότι από τον έλεγχο των χρηματιστηριακών συναλλαγών των μελών του ΔΣ προκύπτει ότι στις 5/9/17 ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος είχε προβεί σε πώληση 1.150.000 μετοχών της εταιρίας Folli Follie συνολικής αξίας 23 εκατ. ευρώ, ενέργεια μπορεί να διερευνηθεί κάτω από τις ρυθμίσεις του νόμου για το insider trading και μπορεί να αποδειχθεί ότι συνιστά χειραγώγηση, ενώ δημιουργεί την αίσθηση προσπάθειας εξαπάτησης ή ακόμα και φυγής, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να στοιχειοθετείται, ακόμα.
Ωστόσο, ο καταιγιστικός χαρακτήρας των εξελίξεων, το μπαράζ των δημοσιευμάτων και η μονοδιάστατη κάλυψη της υπόθεσης, δημιουργεί νεκρά σημεία, τα οποία διατηρούν πτυχές της σκανδαλώδους υπόθεσης να παραμένουν στο σκοτάδι, τη στιγμή μάλιστα που η δυσλειτουργία θεσμών και μηχανισμών ελέγχου ευθύνεται για την έκταση και το χρονικό βάθος του σκανδάλου.
Παράλληλα, η αναπαραγωγή του βουλεύματος από τα media, χωρίς την αντίθετη άποψη, ξεπερνά το επίπεδο των αποκαλύψεων, τη δημιουργία εντυπώσεων και κατατείνει στη δημιουργία ενόχων, καθώς στην ουσία αποτελεί προώθηση του υλικού που συλλέγεται για την απόδειξη ενοχής και όχι ισορροπημένη παρουσίαση της υπόθεσης.
Τούτων δοθέντων, το βούλευμα εδράζεται στο πόρισμα της Alvarez & Marshal, της υποστηρικτική κατάθεση της διευθύντριας εισηγμένων εταιριών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα πραγματικά στοιχεία που προκύπτουν από την οικονομική διερεύνηση. Παραγνωρίζεται, βέβαια, το γεγονός ότι η μάρτυρας που καταθέτει θα μπορούσε να είναι υπόλογη για αδικήματα που σχετίζονται με τον πλημμελή έλεγχο της Folli Follie, καθώς τόσο σε επίπεδο υπαλλήλων, όσο και ως υπηρεσία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε αρμοδιότητα και υποχρεώσει να διενεργήσει ελέγχους, να ελέγξει τις ελεγκτικές και να εγείρει εύλογες ενστάσεις, όπου υπήρχαν επαρκή στοιχεία.
Συνεπώς, η κατάθεση της διευθύντριας της αρμόδιας διεύθυνσης, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει νομικό πρόσκομμα, έναντι πιθανών ερευνών για τον ρόλο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία δεν επέδειξε διαχρονικά τον απαιτούμενο επαγγελματισμό και ευαισθησία για τον έλεγχο των μεγάλων αυξήσεων στο τζίρο, τα κέρδη και την προέλευση του κεφαλαίου.
Άρα, δημιουργείται η αίσθηση υπερτροφοδότησης της μιας πτυχής του θέματος, η οποία είναι προδήλως η πλέον ουσιώδης και εμπορική, ενώ την ίδια στιγμή μένουν στο απυρόβλητο ζητήματα που άπτονται της αξιοπιστίας της ελληνικής Κεφαλαιαγοράς και διασφαλίζουν τη διαφάνεια, σε μια περίοδο όπου αυτές ακριβώς οι έννοιες βρίσκονται στο επίκεντρο και η προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο μπορούν να πειστούν οι επενδυτές.
Εν κατακλείδι, η νομικά και πολιτικά του θεσμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, των ΔΟΥ και του Χρηματιστηρίου και η απριόρι εξαίρεσή τους από τη διερεύνηση και την απόδοση ευθυνών, δεν προσφέρει, εν τέλει, καλή υπηρεσία στη χειμαζόμενη ελληνική Κεφαλαιαγορά, την εικόνα στο εξωτερικό και δεν βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών, επενδυτών και εν γένει της κοινωνίας στους θεσμούς.