Σκωτσέζικο ντους είναι για την Ελλάδα η έκθεση World Economic Outlook του ΔΝΤ, καθώς αναθεωρεί επί τα βελτίω τις προβλέψεις γα την ανάπτυξη βραχυχρόνια, αλλά τις υποβαθμίζει μεσοπρόθεσμα, ως ένδειξη της μεγάλης αβεβαιότητας που κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές και λόγω των επιπτώσεων που έχουν οι εστίες οικονομικών πολέμων του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ παράλληλα επισημαίνει το ζήτημα της υπογεννητικότητας, ως προς το εργασιακό δυναμικό.
Στην πρώτη έκθεση του Ταμείου μετά την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο το Ταμείο αναθεωρεί επί τα βελτίω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη, στο 2,4% για το 2019, ήτοι 0,6%, καθώς τον Απρίλιο του 2018 το Ταμείο εκτιμούσε ότι η ανάπτυξη φέτος θα ανερχόταν στο 1,8%.
Σύμφωνα με το World Economic Outlook, που παρουσίασε σήμερα ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου Μορίς Όμπστφελντ, στην Ετήσια Σύνοδο στο Μπαλί της Ινδονησίας, η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2% το τρέχον έτος και κατά 2,4% για το 2019. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, το Ταμείο εκτιμά ότι η άνοδος του ΑΕΠ θα κινηθεί στο 1,2% έναντι 1,9% που είχε υπολογίσει στις εαρινές του προβλέψεις.
Όσον αφορά στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, το ΔΝΤ προβλέπει πως θα διαμορφωθεί στο 0,8% του ΑΕΠ το τρέχον έτος, ενώ για το 2019 στο 0,4% του ΑΕΠ.
Επιπλέον, η έκθεση του Ταμείου προβλέπει σταδιακή μείωση της ανεργίας. Ειδικότερα, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το τρέχον έτος το ποσοστό της ανεργίας θα μειωθεί κατά 1,6% από το 2017 (21,5%) και θα κυμανθεί στο 19,9%, ενώ το 2019 εκτιμά ότι το ποσοστό θα μειωθεί περισσότερο στο 18,1%.
Για τον πληθωρισμό, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι θα κυμανθεί στο 0,7% για το 2018, ενώ για το 2019 προβλέπει αύξηση στο 1,2%.
Στην έκθεση γίνεται επίσης ειδική αναφορά στην Ελλάδα, στις ενότητες που εξετάζουν την πτώση του ΑΕΠ σε περιόδους οικονομικής κρίσης, αλλά και τις δημογραφικές πιέσεις στην οικονομία από τις επιπτώσεις της υπογεννητικότητας.
Όπως σημειώνει η έκθεση, η πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε μεγάλες μειώσεις στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ορισμένων χώρων. Η ανάκαμψη, ωστόσο, που ακολούθησε στάθηκε σε πολλές περιπτώσεις ανεπαρκής για την αποκατάσταση του συγκεκριμένου δείκτη. Όπως επισημαίνεται, η μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων τα χρόνια της κρίσης ανήλθε συνολικά στο 26%.
Σημαντική είναι η μνεία που γίνεται στο θέμα της υπογεννητικότητας, καθώς οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπέστησαν διπλή ύφεση, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, ο δείκτης γεννητικότητας μειώθηκε από το 1,5% το 2008 στο 1,3% το 2016. Ο συγκεκριμένος δείκτης θεωρείται σημαντικός επειδή το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα συνεχιζόμενα χαμηλά ποσοστά γεννητικότητας θα επηρεάσουν μελλοντικά την εισροή εργατικού δυναμικού και έτσι μπορεί να εξασθενήσουν την αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Η αναφορά αυτή του ΔΝΤ, καθιστά σαφές, όπως έχει επισημάνει εγκαίρως το Crisis Monitor, ότι αν δεν υπάρξει εισροή νέου εργατικού δυναμικού, τότε το συνταξιοδοτικό δεν θα είναι βιώσιμο.