Το Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν αποτελεί είδηση, αλλά είχε για χρόνια -ακόμα και πριν από την κρίση, υποτιμηθεί, ενώ σε συνδυασμό με το brain drain, αποτελούν δίδυμη απειλή για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας, αν και ειδησεογραφικά απομονώνεται και αντιμετωπίζεται αυτόνομα, στην ουσία αποτελεί την γενεσιουργό αιτία των περικοπών στις συντάξεις και της υποβάθμισης του κοινωνικού κράτους.
Η σύμπτωση υπογεννητικότητας και υπεροχής των θανάτων έναντι των γεννήσεων, αποτελεί τη μακροπρόθεσμη βόμβα για την Ελλάδα, καθώς οδηγεί σε δραματική μείωση πληθυσμού, η οποία επιτείνεται από το brain drain. Σε μεσοβραχυχρόνιο ορίζοντα όμως το αρνητικό ισοζύγιο θανάτων/γεννήσεων βελτιώνει τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού, καθώς περιορίζονται οι εκροές του Δημοσίου, στατιστική που αν και μακάβρια αποδίδει με ρεαλιστικό τρόπο το πεδίο της αντιπαράθεσης για τις συντάξεις και το ασφαλιστικό.
Το Crisis Monitor έχει κατ επανάληψη επισημάνει το Δημογραφικό ως αιτία του προβλήματος, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχει αναδείξει και σενάρια λύσεων, τα οποία εφόσον ενταχθούν σε ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης και καρπωθούν τη συγκυρία θα μπορούσαν να έχουν ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η υλοποίηση τέτοιων πολιτικών απαιτεί ισχυρή βούληση, συναινέσεις και μακρόπνοα σχέδια, για τα οποία δεν φημίζεται η Ελλάδα.
Τα γραφήματα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) απεικονίζουν γλαφυρά και με λεπτομέρεια την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, τόσο αυτόνομα, όσο και συγκριτικά με τις χώρες του ευρώ και της ΕΕ, την τάση και επιτρέπουν εύκολα τη χάραξη της προοπτικής. Παράλληλα, όμως, δίνουν και μια αίσθηση της ολιστικής και ριζοσπαστικής προσέγγισης που απαιτείται, καθιστώντας σαφές ότι η λήψη αποφάσεων είναι πλέον επιτακτική.
Όπως είναι προφανές η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και στην ΕΕ είναι τάση που καταγράφεται και με έντονο τρόπο από τη δεκαετία του 70, καθώς από τότε υπάρχουν στατιστικά, ενδεικτικό της προοδευτικά επιδεινούμενης κατάστασης, πάνω στην οποία επέδρασε καταλυτικά η κρίση.
Αντιστρόφως, ξεκάθαρη είναι η αύξηση των ηλικιωμένων, ως μέρος του συνόλου του πληθυσμού, σηματοδοτώντας με τρόπο αδιαμφισβήτητο το φαινόμενο της γήρανσης, ενώ δεν προκύπτει ανάσχεση ούτε στα χρόνια της οικονομικής ευμάρειας.
Επίσης σημαντική είναι η μείωση του πληθυσμού των μεταναστών στην Ελλάδα από τα 1,2 εκατ. στις 700 χιλιάδες, μέχρι το 2015, τάση που παραμένει ισχυρή μέχρι και σήμερα, αν και ακόμα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα στοιχεία.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τόσο μακροπρόθεσμα όσο και βραχυχρόνια προβλήματα λόγω της εξέλιξης του δημογραφικού και συνεπώς η κατάρτιση πολιτικών που θα απευθύνονται τόσο στη γήρανση, όσο και στην αντιμετώπιση του χαμηλού αποθέματος εργατικού δυναμικού στο παρόν είναι αναγκαίες, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του παραγωγικού μοντέλου, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίες σε τομείς που φθίνουν, παράλληλα μάλιστα με τον πληθυσμό.
Όπερ σημαίνει, ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο της αστυφιλίας εκδηλώθηκε παράλληλα με αυτό της γήρανσης, καθώς δεν αναπληρώνονταν οι απώλειες πληθυσμού στην επαρχία, συγκυρία που οδήγησε στην ερήμωση, προδίδοντας ότι οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν υποβάθμιζαν την ποιότητα ζωής στην επαρχία, δεν εκσυγχρόνισαν επαρκώς την παραγωγή και δεν δημιούργησαν ικανό περιβάλλον για τη συγκράτηση των μαζών, παρά τις μικρές αποστάσεις από τα αστικά κέντρα.