Προβληματισμό και ανησυχία προκαλεί έκθεση του καναδικού οίκου αξιολόγησης DBRS ο οποίος επαναφέρει στο προσκήνια επικίνδυνα σενάρια από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση τόσο για την Ευρωζώνη όσο και την Ελλάδα, αν και προσπαθεί να καλυφθεί έναντι πολιτικών επιθέσεων χρησιμοποιώντας ρητορικές δικλείδες ασφαλείας, έχοντας όμως επαναφέρει σενάρια αποσύνθεσης της Ευρωζώνης.
H DBRS επισημαίνει ότι ο κίνδυνος εξόδου χώρας από την Ευρωζώνη είναι αμυδρός, ενώ αναφέρει ότι δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη για έξοδο από την Ευρωζώνη χωρίς ταυτόχρονη έξοδο από την ΕΕ και αυτό φαίνεται απίθανο να αλλάξει. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχουν οι απαραίτητες εθνικές συνθήκες, ώστε οποιαδήποτε χώρα να σχεδιάσει μια έξοδο.
Ο οίκος αξιολόγησης σε έκθεσή του διαμορφώνει νέα κατηγορία κινδύνου, επισημαίνοντας ότι υπάρχει ακόμα κίνδυνος για την έξοδο χωρών από την Ευρωζώνη, διαχωρίζοντας τις χώρες μάλιστα σε τρεις τάξεις, υψηλής, μεσαίας και χαμηλής επικινδυνότητας. Ειδικότερα, τοποθετεί μόνο την Ελλάδα στη μεσαία κατηγορία, δεν τοποθετεί καμία χώρα στην υψηλή και εντάσσει στην τελευταία: Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρο, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ισπανία.
Εντύπωση προκαλεί όχι μόνο η ανάσυρση του σεναρίου του Grexit, αλλά και το γεγονός ότι οι αναλυτές του οίκου δεν εντάσσουν την Ιταλία σε καμία από τις κατηγορίες, παρά τα εγνωσμένα σχέδια παραγόντων της κυβερνητικής συμμαχίας για έξοδο από το ευρώ.
Όπως αναφέρει η DBRS, ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα «ξεχωρίζει» από τις υπόλοιπες δεκαοκτώ χώρες ως προς το επίπεδο ρίσκου είναι το υψηλό χρέος της χώρας προς επίσημους φορείς, το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει σταδιακά να αποπληρώσει μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων. Παρά τους ευνοϊκούς όρους για το χρέος της Ελλάδας, η DBRS θεωρεί πως αυτό το χρέος θα γίνει και πάλι πηγή έντασης μεταξύ της Ελλάδας και των βασικών πιστωτών της. Αν η χώρα δεν καταφέρει να διατηρήσει τις δεσμεύσεις της για το πρωτογενές πλεόνασμα, τότε οι πιστωτές ίσως φανούν λιγότερο πρόθυμοι να εξετάσουν επιπλέον ελάφρυνση χρέους. Αν η χώρα έρθει ταυτόχρονα αντιμέτωπη με μια επίμονα χαμηλή ανάπτυξη, τότε μια μελλοντική κυβέρνηση θα μπορούσε να συμπεράνει πως η Ελλάδα έχει εξαντλήσει άλλες επιλογές και πως το κόστος παραμονής στη νομισματική ένωση είναι υπερβολικά μεγάλο.
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες ρίσκου, η DBRS σημειώνει πως αναμένει να παραμείνουν γενικά σταθερές, απουσία ουσιαστικών αλλαγών στη Συνθήκη της Λισαβόνας, μιας διατηρήσιμης επιδείνωσης του κράτους δικαίου σε μεμονωμένες χώρες, μιας διατηρήσιμης ανόδου του ευρωσκεπτικισμού ή της εμφάνισης σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης.
Η DBRS θεωρεί πως η μεταρρυθμιστική ατζέντα της ΕΕ είναι ατελής, ωστόσο συμπεραίνει επίσης πως οι μεταρρυθμίσεις της περασμένης δεκαετίας ήταν αρκετές για να ενισχύσουν τη νομισματική ένωση και να την αφήσουν σε καλύτερη θέση, ώστε να αντέξει μελλοντικές κρίσεις.
Ωστόσο, ίσως χρειαστεί να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τη διατήρηση και ενίσχυση της αξιοπιστίας της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα της όποιας εξόδου μακροπρόθεσμα.