Έντονο είναι το παρασκήνιο γύρω από σοβούσα τραπεζική κρίση στην Ελλάδα, καθώς ο κατακλυσμός δημοσιευμάτων, οι ριπές πολιτικών παρεμβάσεων και η ανακίνηση σεναρίων για ένα νέο bail-out, καταδεικνύουν ότι ο παράγοντας συγκυρία υπερεκτιμήθηκε, ενώ υποτιμήθηκε η προαναγγελθείσα σύγκρουση για τον έλεγχο των τραπεζών. Η πίεση με την οποία τίθενται τα θέματα, ενισχύεται από την αίσθηση του κατεπείγοντος που δημιουργεί η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος και από τις αναταράξεις που προκαλεί η αύξηση του κινδύνου λόγω των εξελίξεων στην Ιταλία.
Συνολικά, από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο οι ελληνικές τράπεζες είδαν την αξία τους να μειώνεται κατά 5,8 δισ., ακριβώς όσα κεφάλαια σχεδιάζουν να αναζητήσουν οι τραπεζίτες μέχρι το 2020, σύμφωνα με τα πλάνα που ανακοίνωσε η EBA. . Αυτό, βέβαια, ίσως και να είναι η μοναδική θετική είδηση, καθώς δείχνει ότι ο πάτος είναι εδώ.
Εδώ όμως υπάρχει και ένα παράδοξο, ότι οι πιέσεις στις τράπεζες εντάθηκαν τη στιγμή που η ανάπτυξη της οικονομίας εμπεδώνεται, τα capital controls χαλαρώνουν και οι προοπτικές βελτιώνονται.
Βέβαια, το ισοζύγιο αρνητικών-θετικών ειδήσεων για τις ελληνικές τράπεζες είναι βεβαρυμένο, καθώς από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τις αστοχίες στα NPL’s, μέχρι τα stress tests και τις ασκήσεις διαφάνειας της EBA, αποκαλύπτονται δομικά κενά και παράλληλα αδυναμία των διοικήσεων να υλοποιήσουν τα συμπεφωνημένα.
Ο ιταλικός κυκλώνας έχει και αυτός μερίδιο της ευθύνης για τη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών στις αγορές που κατέστησε απαγορευτική οποιαδήποτε σκέψη αναζήτησης κεφαλαίων, ωστόσο ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη και σχέδια πρόληψης του κινδύνου διάχυσης υπήρχαν.
Διάσωση χωρίς… κόστος θέλουν μέτοχοι-τραπεζίτες
Τούτων δοθέντων, η σύγκρουση για τον έλεγχο των τραπεζών και συνεπώς της οικονομικής πολιτικής είχε προαναγγελθεί , καθώς η επιλογή προσανατολισμού για νέες χορηγήσεις, οι διασώσεις επιχειρήσεων και η ένταση με την οποία όλα αυτά μπορούν να υλοποιηθούν, διαμορφώνουν τη βάση εκπλήρωσης της αναπτυξιακής προοπτικής της οικονομίας, ενώ παράλληλα διαμορφώνουν τις ισορροπίες μεταξύ του τραπεζικού, επιχειρηματικού και πολιτικού προσωπικού.
Όπως είχε εγκαίρως επισημάνει το Crisis Monitor, οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιλέξει τη στρατηγική των τριών pit stop για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους και της ποιότητας του παθητικού τους, καθώς οι δράσεις που μπορούν να αναλάβουν για το ενεργητικό τους είναι περιορισμένες. Έτσι, είναι προσανατολισμένες σε τιτλοποιήσεις δανείων (που υπολογίζονται στα 15 δισ.) και πωλήσεις NPL’s (22 δισ.), ενώ παράλληλα αναζητούν φρέσκο χρήμα μέσω ομολογιακών και υβριδικών εκδόσεων, έτσι ώστε να αυξήσουν τη ρευστότητα, να περιορίσουν το ρίσκο στα κεφάλαια πρώτης διαβάθμισης και να βελτιώσουν την εικόνα τους.
Με τις τράπεζες αποκλεισμένες από τις αγορές, χωρίς τη γραμμή στήριξης του ESM και με τον κουμπαρά στα χέρια του υπουργείου Οικονομικών, το μόνο ρεαλιστικό σενάριο είναι οι αυξήσεις κεφαλαίου. Κάτι τέτοιο όμως θα οδηγούσε de facto σε ανατροπή των μετοχικών ισορροπιών, ενίσχυση του ρόλου της κυβέρνησης ανοίγοντας παράλληλα την πόρτα για ευρείες ανακατατάξεις στη διοικητική πυραμίδα.
Για να πράξει κάτι τέτοιο η κυβέρνηση θα χρειαζόταν όμως δύο εγκρίσεις, μια από τη DG Comp, για την παράκαμψη του bail in, την οποία πήρε προσφάτως και η Ιταλία και άλλη μια από το Eurogroup για την αλλαγής χρήσης μέρους των κεφαλαίων του “rainy day fund”, μιας και η μέρα εκείνη δείχνει να πλησιάζει επικίνδυνα.
Με την κυβέρνηση και τους τραπεζίτες να οργώνουν την υφήλιο αναζητώντας επενδυτές για το νέο (success) story, οι ελληνικές τράπεζες -μαζί με τα προβλήματά τους- βρέθηκαν στα ραντάρ των επενδυτών, οι οποίοι είδαν αδυναμίες και προοπτικές και, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, είδαν περιθώρια για φθηνότερη είσοδο.
Υπ αυτό το πρίσμα, μόνο τυχαίο δεν είναι πρόσφατο δημοσίευμα της γερμανικής Handelsblatt, στο οποίο επισημαίνεται ότι σημαντικό μέρος της ευθύνης για την κατάσταση έχουν οι τραπεζίτες, καθώς ακολούθησε τα σενάρια για χρήση κεφαλαίων του “μαξιλαριού” ως εχέγγυα για την πώληση κόκκινων δανείων, σενάριο που αποτελεί ένα από τα πολλά στα οποία το Δημόσιο χρηματοδοτεί εμμέσως τις τράπεζες, ώστε να μην διαταραχθούν οι επενδυτικές και διοικητικές ισορροπίες.
Τα προβλήματα των τραπεζών
Όπως έχει κατ επανάληψη επισημάνει το Crisis Monitor, οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβλήματα σε όλο το λειτουργικό εύρος τους, καθώς δεν εκτός από τα κατάλοιπα της κρίσης καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο θεσμικό πλαίσιο, με υψηλά κόστη συμμόρφωσης, καθώς οι νέες απαιτήσεις για NPL’s που έθεσε η EBA, η ευθυγράμμιση με τα πρότυπα των IFRS-9 και της Βασιλείας ΙΙΙ και η Mifid II και ο GDPR καθιστούν την εύρυθμη λειτουργία στοίχημα.
Παράλληλά, όμως, η νωχελικότητα με την οποία οι τραπεζίτες αντιμετωπίζουν τα διαρθρωτικά προβλήματά τους, η έλλειψη σύγχρονων τμημάτων αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων και η παντελής απουσία ενεργητικών πολιτικών διαχείρισης ρίσκου και η συνεχιζόμενη πιστωτική συρρίκνωση υποσκάπτουν την προοπτική μελλοντικής αύξησης της οργανικής κερδοφορίας, καθιστώντας αφερέγγυα τα business plans.
Μείζον πρόβλημα είναι επίσης και ο αναβαλλόμενος φόρος, καθώς τα κεφάλαια αυτά υπολογίζονται μεν στην κατηγορία Tier 1, αλλά κατ εξαίρεση, καθώς είναι ανύπαρκτα, δηλαδή εικονικά. Συνεπώς, δημιουργείται πρόβλημα στη ρευστότητα, η οποία είναι ανύπαρκτη σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της EBA, καθώς οι ελληνικές τράπεζες χρησιμοποίησαν τα High Quality Liquid Assets που διέθεταν για να ζήσουν, ήτοι έκαψαν όλο το λίπος και τώρα καίνε… δέρμα.
Οι τραπεζίτες είχαν βέβαια υποβάλλει capital action plans για την αναπλήρωση του κενού, τα οποία ακόμα και αν υλοιποιούνταν πλήρως, στόχος -που επισήμως χαρακτηρίζεται- ανεδαφικός, πάλι θα άφηναν μεγάλες τρύπες.
Με τις αγορές κλειστές, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον να εγείρουν ενστάσεις για την επέλαση της Κίνας στα Βαλκάνια, η προοπτική άντλησης κεφαλαίων για τις ελληνικές τράπεζες από τις παραδοσιακές αγορές είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αποτέλεσμα; Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, να αναζητά λύσεις out of the box, ψάχνοντας κεφάλαια στην… Ασία.