Κλυδωνισμούς στην αγορά, ανησυχία στους θεσμούς και την κυβέρνηση προκαλεί το sell-off διαρκείας που έχει οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες στα χαμηλά 26 μηνών, παρά τη βελτίωση του κλίματος, τόσο διεθνώς όσο και στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ανήμερα της επετείου της κατάρρευσης της Lehman Brothers, σημειολογία που σίγουρα οι επενδυτές δεν μπορούν να αγνοήσουν…
Αρχικά, πιέσεις αποδόθηκαν στις εκθέσεις των επενδυτικών οίκων Deutsche Bank και Citi, αυτές, όμως, δεν αποκάλυψαν συγκλονιστικά γεγονότα, δεν άλλαξαν δραματικά αξιολογήσεις και δεν αναίρεσαν τα businees plans, τα οποία έχουν ήδη καταστεί παρωχημένα. Οι αναλυτές αναγνώρισαν τα στοιχεία των αποτελεσμάτων, την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τα NPE’s και NPL’s και τα αντιπαρέβαλλαν με τις προβλέψεις των διοικήσεων.
Πριν από τους οίκους τον κώδωνα του κινδύνου για τις ελληνικές τράπεζες είχαν κρούσει οι θεσμοί, καθώς ΔΝΤ και Κομισιόν ζητούσαν ενέργειες από τις διοικήσεις και στενότερη εποπτεία. Εν συνεχεία η Mopdy’s ανέλυσε την ποιότητα ενεργητικού και παθητικού των τραπεζών και στο παράρτημα της έκθεσης για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας επισήμανε ότι η κεφαλαιακή διάρθρωση είναι υψηλή αλλά πληθωρισμένη, λόγω του effect του αναβαλλόμενου φόρου, ενώ και τα χαρτοφυλάκια χορηγήσεων έχουν σημαντικά προβλήματα, όχι μόνο λόγω των κόκκινων δανείων αλλά και λόγω της απαξίωσης των collaterals και της έλλειψης μονάδων αναδιάρθρωσης εν λειτουργία επιχειρήσεων.
Η κατάσταση είχε διαφανεί από τα stress tests της SSM/EBA, τα οποία οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν με υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ενώ οι δείκτες μόχλευσης του παθητικού ήταν ακόμη μεγαλύτερη και η έκθεση σε κινδύνους, με βάση τα πρότυπα της Βασιλείας ΙΙΙ απείχε παρασάγγας από την αποτίμηση των εσωτερικών μοντέλων.
Τούτων δοθέντων το κλίμα που έχει διαμορφωθεί πλέον στο ταμπλό, η ένταση των πιέσεων και η ανεξάντλητη προσφορά τίτλων σε χαμηλά 26 μηνών, τη στιγμή που η οικονομία ανακάμπτει και η προοπτική βελτίωση του ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος πραγματώνεται, αποπνέει αίσθηση βαθύτερων αιτιών.
Η αδυναμία των διοικήσεων να υλοποιήσουν τα business plans που πρότειναν, όταν μάλιστα τα σχετικά στοιχεία για την οικονομία επιβεβαιώνεται, καταδεικνύει είτε αδυναμία, είτε αποτελεί ένδειξη βαθύτερων προβλημάτων. Σε κάθε πρίπτωση όμως οι λύσεις που έχουν στα χέρια τους οι τραπεζίτες είναι περιορισμένες.
Έτσι οι αυξήσεις κεφαλαίου επιστρέφουν στο προσκήνιο, καθώς παρά το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, η ποιοτική ανάλυση ενεργητικού και παθητικού με βάση τα μοντέλα της Βασιλείας ΙΙΙ και μετά την επίδραση των IFRS-9 δείχνει μια μάλλον προβληματική εικόνα, η οποία όμως δεν ήταν και άγνωστη, αλλά βελτιωνόταν προοπτικά από τις εκτιμήσεις και τα business plans.
Η διάψευση όμως των business plans που οι διοικήσεις είχαν καταθέσει και οι εποπτικοί φορείς είχαν αποδεχθεί, με την απόδοση έναντι αυτών να είναι σε χαμηλά επίπεδα, δημιουργεί ανασφάλεια στους επενδυτές οι οποίοι ρευστοποιούν θέσεις, περιορίζοντας το ρίσκο και αλλάζοντας τις σταθμίσεις στα χαρτοφυλάκιά τους.
Ακόμα κι αν τελικά αποφευχθούν οι άμεσες αυξήσεις κεφαλαίου, οι ελληνικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να βγουν στις αγορές με ομολογιακά, κυρίως μετατρέψιμα, ώστε να ενισχύσουν την ποιότητα των κεφαλαίων και σε δεύτερη φάση να μετατρέψουν μέρος αυτών σε μετοχές, με στόχο την ουσιαστική μείωση της μόχλευσης ιδίων/ξένα στα εποπτικά κεφάλαια.