Υπερεπάρκεια εποπτικών κεφαλαίων διαπίστωσαν τα stress tests της SSM/EBA για τις ελληνικές τράπεζες, γεγονός που σε πρώτη ανάγνωση καθιστά αρκετά ασφαλές το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρά τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα των NPL’s που αναγκάζουν τις τράπεζες να δεσμεύουν ρευστότητα.
Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ματιά και συγκριτικά πάντα την κατάσταση που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν διπλάσιους δείκτες μόχλευσης, που κινούνται πέριξ και υψηλότερα του 10%, επίπεδο που αποτελεί διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Όπερ σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ υψηλό κόστος ιδίων κεφαλαίων, υψηλότερο μάλιστα από τις αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων, γεγονός που σημαίνει ότι οι τράπεζες παράγουν κεφαλαιακές ζημιές.
Η διαδικασία απομόχλευσης, με την επιστροφή κεφαλαίων στον ELA, αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την απομόχλευση, ωστόσο για να επιτευχθεί το break even point και αρχίσουν τα λειτουργικά κέρδη να καθορίζουν την εικόνα έναντι των οργανικών, χρειάζεται ακόμη πολύς δρόμος.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι κινήσεις επιθετικής αποεπένδυσης των ελληνικών τραπεζών από τις θυγατρικές και τις δραστηριότητες εκτός κορμού, καθώς στόχος είναι αφενός ο έλεγχος του ρίσκου και αφετέρου η επίτευξη αποδόσεων στα ίδια κεφάλαια, υψηλότερες από το κόστος τους.
Συνεπώς, αν και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος, μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητά του δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένα αν οι τράπεζες δεν αρχίσουν να παράγουν ρευστότητα και κέρδη που θα τις καταστήσουν ελκυστικές για επενδύσεις.
Τα αποτελέσματα των stress tests
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το δυσμενές σενάριο απαιτήθηκε μέση μείωση κεφαλαίου 9%, που αντιστοιχούν σε κεφάλαια 15,5 δισ. ευρώ.
Η μείωση κεφαλαίου ήταν
- 8,56% για την Alpha Bank, Stress_Test_Alpha_Bank_SA
- 8,68% για την Eurobank, Stress Test Eurobank.
- 9,56% για την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, Stress Test National Bank of Greece και
- 8,95% για την Τράπεζα Πειραιώς, Stress_Test_Piraeus_Bank_SA
Οι τέσσερις τράπεζες υπεβλήθησαν σε άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με βάση την ίδια μεθοδολογία και προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκαν στην αντίστοιχη άσκηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) σε επίπεδο ΕΕ, αλλά με συντομευμένο χρονοδιάγραμμα προκειμένου η άσκηση να ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για τη στήριξη της Ελλάδος τον Αύγουστο.
Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:
-Πιστωτικός κίνδυνος: ενώ υπό το βασικό σενάριο η αρνητική επίδραση του πιστωτικού κινδύνου στους δείκτες κεφαλαίου CET1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης, υπό το δυσμενές σενάριο αυξήθηκε στις 850 μονάδες βάσης.
-Καθαρά έσοδα από τόκους: τα καθαρά έσοδα από τόκους υπό το δυσμενές σενάριο μειώθηκαν κατά 22,5% σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.
Τα σενάρια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων περιλαμβάνουν τις ακόλουθες προβολές για το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας, όπως παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα:
Τα stress tests διενεργήθηκαν με παραδοχές αισθητά καλύτερες σε σχέση με αυτές του 2015. Ενδεικτικά, η Eυρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕBA) πρόβλεψε σωρευτικά για την τριετία 2018-2020 ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 7,5%, σε αντίθεση με την πρόβλεψη για συρρίκνωση κατά 1% του ΑΕΠ την τριετία 2015-2017, σύμφωνα με το αντίστοιχο σενάριο στα stress tests του 2015.
Ωστόσο, παρά τη θετική δυναμική στο βασικό σενάριο, οι παραδοχές των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες ήταν αυστηρές, δεδομένης της βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών. Συγκεκριμένα, η απόκλιση του δυσμενούς έναντι του βασικού σεναρίου είναι σαφώς μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή του 2015.
Ενδεικτικά, η EBA πρόβλεψε για την τριετία 2018-2020 απόκλιση κατά 9,9% του ΑΕΠ στο δυσμενές έναντι του βασικού σεναρίου. Η αντίστοιχη απόκλιση στα stress tests του 2015 ήταν 5,9%.
Όσον αφορά τα ακίνητα, σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο προβλέπεται κάμψη των τιμών, τόσο για τα οικιστικά όσο και για τα εμπορικά ακίνητα, της τάξης του 17% για την τριετία.
Οι ελληνικές τράπεζες μπήκαν στα stress tests με σημαντικά υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET 1 (μεταξύ 15,1% και 17,8%) σε σχέση με τους αντίστοιχους που είχαν στα τεστ αντοχής του 2015 (μεταξύ 5,5% και 9,6%, μετά και την προσαρμογή του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού, AQR), γεγονός που τους εξασφάλισε ισχυρό κεφαλαιακό πλεόνασμα.
Σημειώνεται πως στους δείκτες συμπεριελήφθη και η επίδραση της εφαρμογής του λογιστικού προτύπου IFRS 9, με σταδιακό ωστόσο effect.
O SSM σημειώνει ότι λόγω της παραδοχής στατικών ισολογισμών, οι εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων (πχ δανείων και θυγατρικών) που δεν είχαν ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του 2017 δεν ελήφθησαν υπόψη στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι κεφαλαιακοί δείκτες να είναι χαμηλότεροι από ό,τι θα ήταν εάν αυτές οι εκποιήσεις με θετική κεφαλαιακή επίδραση είχαν ληφθεί υπόψη στην τελική επίδραση.