Το διπλωματικό και πολιτικό οπλοστάσιο της ξεσκονίζει η ελληνική κυβέρνηση καθώς αναζητά τρόπους χαλιναγώγησης της τουρκικής επιθετικότητας, με γνώμονα την αποφυγή στρατιωτικών εντάσεων και εμπλοκών που καταναλώνουν πολιτικό, οικονομικό και ψυχολογικό κεφάλαιο, οδηγώντας σε εθνικιστικές εξάρσεις που ενεργοποιούν επικίνδυνες αντιδράσεις εκατέρωθεν.
Η ελληνική κυβέρνηση διαρρέει πλέον ότι επεξεργάζεται το σενάριο ενεργοποίησης της «ρήτρας κοινής άμυνας» της ΕΕ, κίνηση που σε επίπεδο διαρροών ακολουθεί τις χλιαρές και ίσων αποστάσεων αντιδράσεις των ΗΠΑ, του NATO και του ΟΗΕ, ενώ επενδύει στην διακηρυγμένη ανάγκη της ΕΕ και ιδιαίτερα των Βρυξελλών να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο οσον αφορά την ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων και τη διαμόρφωση ενιαίας εξωτερικής πολιτικής.
Η διαρροή και μόνο της πρόθεσης αυτής, από ελληνικής πλευράς, ενδέχεται να αποτελέσει ικανό πυροκροτητή για την ενεργοποίηση συμμάχων, οι οποίοι δεν θα ήθελαν να αναλάβει η ΕΕ τέτοιο ρόλο και ιδιαίτερα ως προς την Τουρκία, καθώς οι ΗΠΑ και το NATO επιδιώκουν να διατηρήσουν το ρόλο ρυθμιστή στις σχέσεις της Άγκυρας με την ΕΕ. Επίσης, πολλαπλούς πονοκεφάλους προκαλεί και μόνο η θεωρητική επεξεργασία ενεργοποίησης της συγκεκριμένης ρήτρας, καθώς θα έδινε χώρο για την εκδήλωση φωνών από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη που βλέπουν ιδιαίτερα επικριτικά την Τουρκία, ενώ εντάσσονται στους κόλπους του NATO.
Το ενδεχόμενο να τεθεί κεντρικά θέμα για την Τουρκία και το ρόλο της αποτελεί από μόνο του ισχυρό μοχλό πίεσης, καθώς η αμφισβήτηση της Τουρκίας είναι έντονη στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, ενώ η χρησιμότητά της για τις ΗΠΑ και το NATO λόγω της εγγύτητάς στη Μέση Ανατολή αδιαμφισβήτητη. Υπ αυτό το πρίσμα η εκδήλωση διαιρέσεων στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας είναι σενάριο τρόμου για τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ενώ αποτελεί ευχής έργον για τη Ρωσία.
Η ρήτρα αυτή, την ενεργοποίηση της οποίας είχε ζητήσει και η Γαλλία μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν, ορίζει ότι σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα υπόλοιπα κράτη-μέλη έχουν ρητή υποχρέωση να παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο μετά την υπογραφή της δημιουργίας του Ευρωστρατού στην προηγούμενη Σύνοδο Κορυφής, το πλαίσιο έχει μεταβληθεί και η ΕΕ είναι αναγκασμένη να ανταποκριθεί ενεργά.
Το σημείο αυτό αποτελεί διπλωματικό και πολιτικό εφιάλτη, ενώ ενταγμένο μέσα στο νέο θεσμικό πλαίσιο του Ευρωστρατού, η άρνησή εξέτασής του, θα υπέσκαπτε τα θεμέλια και την αξιοπιστία του και μάλιστα έναντι τρίτης χώρας.
Συνεπώς η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζοντας τους συνειρμούς που προκαλεί το ενδεχόμενο και μόνο υποβολής αιτήματος, διαρρέει τις προθέσεις της σε media που τυγχάνουν ευρωπαϊκής αποδοχής με στόχο να ενεργοποιήσει παράγοντες και διαύλους επικοινωνίας που θα αναλάβουν πρωτοβουλίες για τον έγκαιρο περιορισμό της τουρκικής προκλητικότητας που τροφοδοτείται από τη Ρωσία.
Με τα εθνικά θέματα στην κορυφή της ατζέντας, την ευρύτερη περιοχή Βαλκανίων και Μέσης Ανατολής να βιώνει εντάσεις, ως αποτέλεσμα της διελκυστίνδας NATO-Ρωσίας και του νέου στρατηγικού δόγματος των ΗΠΑ, τα περιθώρια κινήσεων είναι ασφυκτικά περιορισμένα, καθώς μεγαλύτεροι σχηματισμοί αναζητούν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή για να επιτύχουν γεωστρατηγικές συμπράξεις. Ωστόσο η χαμηλή βάση συναίνεσης και ο ευκαιριακός χαρακτήρας των περισσότερων νέων στρατηγικών συμμαχιών καθιστούν την προσπάθεια αναδιάταξης ευεπίφορη σε παρεμβάσεις και ανατροπές, ανεβάζοντας το γεωπολιτικό ρίσκο.
Αυτό το πολυπαραγοντικό περιβάλλον επιχειρεί να εκμεταλλευτεί η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, ανοίγοντας μέτωπα με γνώμονα την κατοχύρωση της υπεραξίας από χαρτιά που τώρα εμφανίζεται έτοιμη να παίξει στο πλαίσιο ευρύτερης στρατηγικής επαναπροσέγγισης με το NATO αλλά με προϋπόθεση τη νομιμοποίηση του καθεστώτος Ερντογάν και των πρακτικών τους αλλά και της χώρας ως περιφερειακής υπερδύναμης.
Η ελληνική κυβέρνηση με γνώμονα την περιφερειακή σταθερότητα, και τη μεγιστοποίηση του οφέλους από την στρατηγική αποκατάστασης της ευρωπαϊκής προοπτικής των δυτικών Βαλκανίων τόσο σε επίπεδο διμερών σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, όσο και σε κεντρικό με τους εταίρους και συμμάχους στα διεθνή φόρα και τους υπερεθνικούς οργανισμούς, εφαρμόζει στρατηγική “αξιόπιστου” εταίρου, κινούμενη μέσα στο πλαίσιο που οριοθετείται από τις ευρωπαϊκές και διακρατικές συνθήκες και συμφωνίες.
Η “απειλή” ενεργοποίησης της ρήτρας κοινής άμυνας της ΕΕ εξυπηρετεί, ωστόσο, και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας καθώς επιδιώκει επαναπροσέγγιση με την Ευρώπη, έχοντας όμως “ξεπληρώσει” τα γραμμάτια της στήριξης της Ρωσίας στην κρίσιμη καμπή των πολιτικών εκκαθαρίσεων, ενώ θέλει να διαπραγματεύεται με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το NATO από θέση ισχύος.
Το ενδεχόμενο χρήσης από την Ελλάδα του μόνου όπλου που η ενεργοποίησή του προκαλεί διπλωματικές και πολιτικές επιπλοκές αποτελεί το ιδανικό σενάριο για την πρόκληση διαβουλεύσεων και την επίτευξη συναινέσεων.
Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ
Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) αποτελεί την πολιτική ασφάλειας και άμυνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Συνιστά αναπόσπαστο μέρος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Σύνοψη
Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) αποτελεί την πολιτική ασφάλειας και άμυνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Συνιστά αναπόσπαστο μέρος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Τι προβλέπει η ΚΠΑΑ;
Δημιουργεί ένα πλαίσιο για τις στρατιωτικές και αμυντικές πλευρές της πολιτικής της ΕΕ. Η ΚΠΑΑ, η οποία δημιουργήθηκε όταν υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009, αντικαθιστά και επεκτείνει την προγενέστερη ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΕΠΑΑ). Στόχος της πολιτικής είναι η δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών αμυντικών ικανοτήτων.
Βασικά Σημεία
—
Οι χώρες της ΕΕ πρέπει να θέτουν τις πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητές τους στην υπηρεσία της ΕΕ για την εφαρμογή της ΚΠΑΑ.
—
Η ΚΠΑΑ περιλαμβάνει την προοδευτική χάραξη μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, η οποία θα οδηγήσει σε κοινή άμυνα μετά από ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίουη πολιτική της ΕΕ δεν θίγει τον ειδικό χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας κάποιων χωρών της ΕΕ και σέβεται τις υποχρεώσεις κάποιων χωρών της ΕΕ απέναντι στο NATO. Στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας, δημιουργήθηκε μια ρήτρα αμοιβαίας άμυνας, η οποία αποτελεί το βασικό στοιχείο της ΚΠΑΑ.
—
Οι χώρες της ΕΕ θα λάβουν μέτρα για τη βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων τους. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (ΕΟΑ) είναι το όργανο που έχει ως στόχο να βοηθήσει στη διευκόλυνση των εν λόγω μέτρων. Υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο της ΕΕ σχετικά με τις εργασίες του, οι οποίες αφορούν:
—
τον καθορισμό κοινών στόχων για τις χώρες της ΕΕ σε θέματα στρατιωτικών δυνατοτήτων·
—
τη δημιουργία και τη διαχείριση προγραμμάτων προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους που έχει θέσει·
—
την εναρμόνιση των επιχειρησιακών αναγκών των χωρών της ΕΕ και τη βελτίωση, έτσι, των μεθόδων προμηθειών στρατιωτικού εξοπλισμού·
—
τη διαχείριση των ερευνητικών δραστηριοτήτων σε θέματα αμυντικής τεχνολογίας (22 τομείς προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, των συστημάτων κατά των ναρκών και της φυσικής προστασίας)·
—
την ενίσχυση της βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης του αμυντικού τομέα και
—
τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των στρατιωτικών δαπανών.
—
Η μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στην άμυνα (PSCD) (που προστέθηκε επίσης στη Συνθήκη της Λισαβόνας -άρθρα 42 και 46της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) αναφέρεται σε μια βαθύτερη μορφή συνεργασίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, οι χώρες της ΕΕ δεσμεύονται να αναπτύξουν ακόμη πιο εντατικά τις αμυντικές τους δυνατότητες και να παρέχουν μάχιμες μονάδες για τις προβλεπόμενες αποστολές. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας αξιολογεί τις συνεισφορές, ενώ το Συμβούλιο εγκρίνει τη συνεργασία.
—
Η ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιήσει μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα εκτός της ΕΕ για τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας. Τα είδη αποστολών που διεξάγονται στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ είναι:
—
ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές διάσωσης·
—
αποστολές πρόληψης συγκρούσεων·
—
αποστολές επέμβασης μάχιμων δυνάμεων στη διαχείριση κρίσεων·
—
κοινές δράσεις αφοπλισμού·
—
αποστολές με στόχο την παροχή συμβουλών και αρωγής επί στρατιωτικών θεμάτων· και
—
επιχειρήσεις σταθεροποίησης μετά το πέρας των συγκρούσεων.
—
Το Συμβούλιο της ΕΕ καθορίζει τους στόχους και τις γενικές ρυθμίσεις εφαρμογής των αποστολών αυτών. Μπορεί να αναθέτει την εκτέλεση αποστολής σε ομάδα χωρών της ΕΕ που το επιθυμούν και δύνανται να πραγματοποιήσουν την εν λόγω αποστολή. Τα κράτη μέλη που έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας τις επιχειρήσεις ενεργούν σε συνεργασία με τον Ύπατο Εκπρόσωπο για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και πρέπει να ενημερώνουν τακτικά το Συμβούλιο για την πορεία της αποστολής.
ΠΛΑΊΣΙΟ
Η ιδέα της κοινής αμυντικής πολιτικής για την Ευρώπη χρονολογείται από το 1948 με τη Συνθήκη των Βρυξελλών (που υπογράφτηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τις χώρες της Μπενελούξ), η οποία εμπεριείχε μια κοινή ρήτρα αμοιβαίας άμυνας που άνοιξε τον δρόμο για τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ). Έκτοτε, η Ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας πέρασε από πολλά διαφορετικά στάδια και αναπτύχθηκε ταυτόχρονα στο πλαίσιο της ΔΕΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.