Αναταράξεις που πλήττουν καίρια και δομικά τόσο τη Γερμανία όσο και την Ευρώπη, αν και δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές, είναι η συνέπεια της αποτυχίας σχηματισμού κυβέρνησης μετά από διαπραγματεύσεις ενός μήνα για τη Τζαμάικα. Η Άγκελα Μέρκελ διατηρεί την εντολή και έχει πλέον δυο άμεσες επιλογές: Να οδηγήσει τη χώρα εκ νέου στις κάλπες, ή να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με ψήφο ανοχής από τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες.
Στον Τύπο αναφέρονται και τα σενάρια του μεγάλου συνασπισμού αλλά και της υπαναχώρησης του FDP, τα οποία ωστόσο παραμένουν εκτός συζήτησης, παρά τις πιέσεις που άσκησε και ο Σοσιαλιστής πρόεδρος της χώρας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμάιερ.
Η Άγκελα Μέρκελ βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη ακόμα και με “ξαφνικό θάνατο” της δικής της πολιτικής καριέρας, καθώς η εσωκομματική αντιπολίτευση έχει ξεσπαθώσει αναζητώντας αφορμές για αντικατάστασή της και νέα δεξιά στροφή του CDU, απομάκρυνση από το κέντρο και διεκδίκηση χώρου από τους Φιλελεύθερους και επαναπατρισμό ψηφοφόρων από το ακροδεξιό AfD.
Ανησυχία και προβληματισμός επικρατεί όμως και στην Ευρώπη, η οποία έχει εισέλθει σε περίοδο ανακατατάξεων και τεκτονικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας, ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, ενώ απαιτητικές είναι και οι διεθνείς σχέσεις της ΕΕ, καθώς τα πολλά και σύνθετα μέτωπα και οι σύμμαχοι αναζητούν καθαρές λύσεις και δυνατά χέρια.
Υπ αυτό το πρίσμα ο σχηματισμός κυβέρνησης με ψήφο ανοχής και διαρκείς διαβουλεύσεις για τη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα στην άμυνα, την οικονομία και το μεταναστευτικό, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει εν τέλει σε αποδυνάμωση του ρόλου της Γερμανίας στην ΕΕ. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει de facto ανάδειξη της Γαλλίας ως ηγεμονικής δύναμης, καθώς παρά τα περιθώρια που κατά καιρούς έχουν δημιουργθεί η γαλλική πολιτική ελίτ έχει αποδειχθεί άλλοτε απρόθυμη και άλλοτε ανεπαρκής να πάρει τα ηνία της Ευρώπης, αναζητώντας διαρκώς “συνενόχους” , όχι λόγω κουλτούρας αλλά κυρίως λόγω αδυναμίας και έλλειψης πολιτικής βούλησης.
Ακόμα όμως και με τη Τζαμάικα η Άγκελα Μέρκελ θα ήταν ήδη αποδυναμωμένη και με δεμένα χέρια σε πολλά ζητήματα, ενώ πλέον το κέντρο βάρους θα έπεφτε δεξιότερα απ ότι πριν, με ότι αυτό συνεπάγεται σε ζητήματα όμως η οικονομία και το μεταναστευτικό, αλλά στην αντιμετώπιση των συναινέσεων στις Βρυξέλλες.
Στο Βερολίνο ενδεικτικές του αδιεξόδου είναι οι δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών και παραγόντων με πρώτο τον πρόεδρο της Δημοκρατίας
«Η εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης παραμένει»
δήλωσε ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμάιερ, καλώντας τα κόμματα να ξανασκεφτούν τις θέσεις τους.
«Δεν μπορείς να επιστρέψεις έτσι απλά την ευθύνη στον ψηφοφόρο. Όποιος ζητάει την ευθύνη διακυβέρνησης, δεν επιτρέπεται μετά να κρύβεται»,
τόνισε, μεταξύ άλλων ο Φρανκ Βάλτερ Στάινμάιερ.
«Βρισκόμαστε ενώπιον μιας κατάστασης η οποία δεν υπήρξε έως τώρα ποτέ στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. Η πρόκληση για τα πολιτικά κόμματα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Πρέπει να ακολουθήσουν την εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης — αυτή η ευθύνη υπερβαίνει τα συμφέροντά τους. Η εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης παραμένει. Δεν μπορείς να επιστρέψεις έτσι απλά την ευθύνη στον ψηφοφόρο. Τα κόμματα πρέπει για άλλη μια φορά να μπουν σε περισυλλογή και να ξανασκεφτούν τις θέσεις τους»
δήλωσε ο κ. Σταϊνμάγερ και πρόσθεσε:
«Τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο έχουν ως υποχρέωση το κοινό καλό. Περιμένω από όλα τα κόμματα διάθεση για συνομιλίες, για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Όποιος ζητάει την ευθύνη διακυβέρνησης, δεν επιτρέπεται μετά να κρύβεται»
Σημείωσε ότι τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας – ιδιαίτερα στους Ευρωπαίους εταίρους της Γερμανίας – θα είναι δύσκολο να κατανοηθεί το να μην μπορούν οι πολιτικές δυνάμεις μας να ανταποκριθούν στην ευθύνη τους.
Την κατάρρευση χρεώνεται κυρίως το κεντρώο – κεντροδεξιό Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ, το οποίο αποχώρησε από τις συνομιλίες μετά από τέσσερις εβδομάδες διαβουλεύσεων με τη Χριστιανική Δημοκρατική Ένωση (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ, τη Χριστιανική Κοινωνική Ένωση (CSU) του Χορστ Ζεεχόφερ (μαζί συγκροτούν το κεντροδεξιό μπλοκ Χριστιανική Ένωση, με κοινή κοινοβουλευτική ομάδα) και την κεντροαριστερή οικολογική «Συμμαχία ’90/Οι Πράσινοι» (Bündnis 90/Die Grünen).
«Είναι καλύτερα να μην κυβερνά κανείς παρά να κυβερνά σε λάθος κατεύθυνση. Γειας σας!»,
κατέληξε κατά την αποχώρηση του Κρίστιαν Λίντνερ.
Το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), δεύτερη δύναμη σε έδρες στη Μπούντεσταγκ, δήλωσε μετά από συνεδρίαση της Εκτελεστικής του Επιτροπής ότι νέες εκλογές είναι προτιμότερες από έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό» Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς, κάτι που ξεκαθάρισε και ο αρχηγός του, Μάρτιν Σουλτς, σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίασης.
Για τον σχηματισμό κυβέρνησης χρειάζεται πλειοψηφία 355 εδρών, σε σύνολο 709 στη γερμανική κάτω Βουλή. Η Χριστιανική Ένωση διαθέτει 246 βουλευτές (200 η CDU και 46 η CSU), το FDP διαθέτει 80, ενώ οι Πράσινοι 67. Το SPD διαθέτει 153 έδρες.
Ένας συνασπισμός «Τζαμάικα» θα διέθετε πλειοψηφία 393 εδρών, ενώ ένας μεγάλος συνασπισμός CDU/CSU – SPD πλειοψηφία 399 βουλευτών.