Πιέσεις στις τράπεζες και στις εποπτικές τους αρχές ασκεί η Europol στο πλαίσιο της έγκαιρης σήμανσης και διερεύνησης των ύποπτων για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος συναλλαγών, καθώς από τελευταία στοιχεία προκύπτει ότι μόλις το 10% του συνόλου των κινήσεων που επισημαίνονται από τα συστήματα εν τέλει διερευνώνται.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, που αφορούν το 2014, οι τράπεζες ενημέρωσαν μέσω των διαύλων επικοινωνίας για 1 εκατομμύριο ύποπτες συναλλαγές, όπως ανακοίνωσε η Europol σε ειδική συνέντευξη Τύπου την Τρίτη. Ωστόσο μόλις μια στις 10 συναλλαγές που εντοπίζεται από τα συστήματα ελέγχεται τελικά, από τις αρμόδιες αρχές εκτός των τραπεζών, γεγονός που εγείρει εύλογα ερωτηματικά για τους αλγόριθμους επισήμανσης και ελέγχου, τις αποφάσεις ελέγχου εντός των τραπεζών και τη δυνατότητα των εποπτικών και ελεγκτικών αρχών να εντοπίσουν αυτό που πραγματικά αναζητούν.
Σε δηλώσεις του ο εκτελεστικός διευθυντής της Europol, Ρομπ Γουέινράιτ επισημαίνει ότι:
“Το πλέον εντυπωσιακό που προκύπτει από αυτή τη στατιστική είναι το σταθερό επίπεδο του 10%… που ερευνάται απ΄τις αρχές”
αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι υπάρχει ζήτημα και στον αριθμό των υποθέσεων που τελικά ανοίγονται.
Παράλληλα προσέθεσε ότι οι κύριες υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος εντοπίζονται σε συνάρτηση με το εμπόριο ναρκωτικών, τονίζοντας ότι
“δεν έχουμε κάνει αρκετά”.
Η ανάλυση της Europol αναδεικνύει τη μεγάλη έκταση του φαινομένου του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος στην Ευρώπη, με τα στατιστικά να παρουσιάζουν διαρκή αύξηση φτάνοντας σχεδόν στο 1 εκατ. ύποπτα κρούσματα το 2014. Ωστόσο η αύξηση αυτή δεν καταδεικνύει κατ ανάγκη μεγαλύτερη δραστηριότητα, καθώς στο ίδιο διάστημα έχουν ενταθεί οι έλεγχοι, νέου κανονισμοί έχουν εισαχθεί και το θεσμικό πλαίσιο έχει γίνει ακόμα πιο ασφυκτικό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία για την Ιταλία όπου, για το 2014, όπου τα χρήματα που επισημάνθηκαν σε ύποπτες συναλλαγές ανήλθαν στα 164 δισ. ευρώ, το 10% του ΑΕΠ της χώρας, ή όσο ακριβώς είναι το ΑΕΠ της Ελλάδας. Η Europol όμως υπολογίζει ότι τελικά μόλις το 1% αυτού του ποσού ήταν δυνατό να κατασχεθεί.