Σαφείς είναι οι ενδείξεις αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, καθώς η κυβέρνηση πέρασε τον κάβο της δεύτερης αξιολόγησης και δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικές προκλήσεις, που θα μπορούσαν να επαναφέρουν την πολιτική αστάθεια και τα σενάρια πρόωρων εκλογών, διευκολύνοντας τη μετακίνηση και διαφοροποίηση του πολιτικού προσωπικού, καθώς και τις διαδικασίες διαμόρφωσης και έκφρασης πολιτικών μηνυμάτων και στίγματος από νέους φορείς σε μια πολιτική ατζέντα πιο διευρυμένη και αρκούντως διαφοροποιημένη από το Μνημόνιο και τις επιταγές του.
Αυτή την περίοδο, με επίκεντρο την έντονη κινητικότητα στο χώρου του κέντρου και της κεντροαριστεράς, έχει ανοίξει μια διαδικασία επανακαθορισμού των πολιτικών διαχωριστικών γραμμών, η οποία ωστόσο δεν έχει αποφέρει καρπούς ακόμα, καθώς οι ενδείξεις κοινωνικής ανταπόκρισης δεν είναι επαρκείς για να στηρίξουν την ανάδειξη κυρίαρχης τάσης. Συνεπώς, αν και η διαδικασία πολιτικής αποκατάστασης του κονιορτοποιημένου χώρου της Κεντροαριστεράς έχει εκκινήσει, απέχει πολύ από τη δημιουργία του απαραίτητου πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα οροθετηθεί και θα εκπέμψει το διακριτό της μήνυμα.
Τα σενάρια για την οικοδόμηση του χώρου-πλαισίου μέσα στον οποίο θα κινηθεί ο νέος φορέας έχουν άμεση αναφορά στον πολιτικό ρόλο και τις εκλογικές προοπτικές που θα έχει κάτω από τις παρούσες αλλά και τις μελλοντικές πολιτικές ισορροπίες, καθώς και στο χρόνο που αφενός χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια του αλλά και σε αυτόν που πολιτικά φαίνεται ότι παρέχεται μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Η κυρίαρχη πολιτική ανάλυση που υιοθετείται από όλες -σχεδόν- τις πλευρές και στη βάση της οποίας ξεκίνησαν οι διαδικασίες ανασύστασης του κεντρώου χώρου, λαμβάνει ως παραδοχή την απρόσκοπτη πορεία της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έως και την πύλη της τελευταίας αξιολόγησης στα μέσα-τέλη του 2018, σημείο που οι πολιτικές ισορροπίες θα αποτελέσουν και πάλι μέρος της εξίσωσης, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη στρατηγική της κυβέρνησης. Παράλληλα, θεωρείται βέβαιη η ανάκτηση πολιτικού εδάφους από την κυβέρνηση και ιδιαίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς η επάνοδος στην πολιτική ομαλότητα και οι επιτυχίες στο μέτωπο της οικονομικής πολιτικής θα αρχίσουν να αποφέρουν καρπούς μεσοπρόθεσμα.
Συνεπώς ο κυοφορούμενος νέος φορέας καλείται να αναλάβει την πολιτική ηγεμονία στον χώρου του κέντρου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αναδειχθεί ως αξιόπιστος παράγοντας πολιτικής σταθερότητας, προβάλλοντας τις ιδεολογικές του συγγένειες και τις πολιτικές του εφαπτόμενες.
Πολιτικές συγγένειες εξ αγχιστείας και εξ αίματος
Ο προσδιορισμός του νέου φορέα ως κεντροαριστερού και η ανάγκη πολιτικής αναγέννησης οδηγεί de facto το νέο χώρο πιο μακριά από τη Νέα Δημοκρατία του κεντροδεξιού Κυριάκου Μητσοτάκη και του ακροδεξιού Άδωνι Γεωργιάδη. Υπ’ αυτό το πρίσμα το νέο κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων θα είναι, εξ ορισμού, πλησιέστερα στον ΣΥΡΙΖΑ του προσγειωμένου Αλέξη Τσίπρα στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός πιο ρεαλιστικού και πολιτικά ομοιόμορφου πολιτικού σχήματος από ό,τι στη σύσταση εσωτερικά ασύμβατων κυβερνήσεων, που θα οδηγήσουν σε έμφραγμα τη Δημόσια διοίκηση και θα θέσουν σε κίνδυνο την πορεία εξόδου από την κρίση που θα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή έως τότε.
Σε επίπεδο πολιτικών ισορροπιών, η δημιουργία ενός πολιτικού σχήματος με πολιτικό στίγμα τον ρεαλισμό και αναφορές στο κοινωνικό κράτος και την κοινωνική και φορολογική δικαιοσύνη μπορεί να ελκύσει μερίδα του εκλογικού σώματος, κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία, στην οποία έχουν προσφύγει και άλλοι παράγοντες του κέντρου αναζητώντας πολιτική στέγη, ενώ το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ κατέρρεαν. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα ανακόψει τη δυναμική ανάληψης της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία προτιμά έναν πιο αριστερό φορέα που θα διεμβολίσει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και θα τον αποδυναμώσει επαρκώς, ώστε, ακόμα και με τη στήριξή του, να μην μπορεί να απειλήσει την άνοδο της Συντηρητικής Παράταξης.
Κίνδυνος εκρήξεων εκ των έσω
Αν σε αυτό το πλαίσιο συνυπολογιστεί και ο διεθνής παράγοντας, τότε η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο και το πολιτικό ρίσκο ενισχύεται, καθώς μια σειρά από πρόσωπα και τάσεις στο εσωτερικό της νέας κεντροαριστεράς είναι εν δυνάμει “πολιτικοί τρομοκράτες” και, με την αρχιτεκτονική που φαίνεται να επιλέγεται για το νέο πολιτικό σχήμα, η δύναμη και δυνατότητα επιρροής σε αυτό ανεξάρτητων και απομονωμένων προσώπων ενισχύεται και μπορεί περιστασιακά να γεννήσει αποσυσπειρωτικές εκρήξεις, θέτοντας σε κίνδυνο τη συνοχή του οικοδομήματος πριν αυτό σφυρηλατηθεί πολιτικά.
Το σχέδιο όμως αυτό ενέχει μεγάλο ρίσκο καθώς, χωρίς σαφή πολιτικό πυρήνα και διακριτό στίγμα εκ των προτέρων, ο νέος πολιτικός φοράς είναι καταδικασμένος να εξελιχθεί σε οπορτουνιστικό συνέταιρο στη βάση του εκλογικού ρεαλισμού και της ανάγκης απόκτησης επιρροής, που γεννάται από την εγγύτητα στους μηχανισμούς διακυβέρνησης και τη δυνατότητα παρέμβασης σε αυτούς. Το σκηνικό πάνω στο οποίο οικοδομείται ο νέος πολιτικός φορέας, όμως, είναι εκρηξιγενές καθώς σε αυτό αναγκάζονται σε πολιτική συστέγαση ο Ευάγγελος Βενιζέλος με τον Γιώργο Παπανδρέου αλλά και άχρωμα πρόσωπα όπως ο Θεοχαρόπουλος της ΔΗΜΑΡ καθώς και φθαρμένες προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Μανιάτης.
Η αδυναμία επαρκούς προσδιορισμού της πολιτικής βάσης του νέου χώρου και η “ιδεολογική θολούρα” σε αυτή τη φάση δεν επιτρέπουν την κινητοποίηση κοινωνικών μαζών ικανών να προσδώσουν δυναμική και να συσπειρώσουν την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για την εξασφάλιση της πολιτικής βιωσιμότητάς του. Η διαδικασία εκλογής προέδρου, χωρίς προσδιορισμένη ιδεολογική και πολιτική βάση του φορέα, εντείνει την αβεβαιότητα και καθιστά τον υπό διαμόρφωση φορέα ερμαφρόδιτο και εν δυνάμει “προεδρικό” στερώντας a priori την όποια δυναμική θα μπορούσε να εμφυσήσει σε αυτόν η συνδιαμόρφωση της πολιτικής του ταυτότητας με τη βάση.
Ο τρόπος επιλογής προέδρου, επίσης, αφήνει ανοιχτή την πόρτα σε αποχώρηση των διαφωνούντων ή/και των ηττημένων, προοπτική που επίσης δρα αποσυσπειρωτικά και υποσκάπτει την όποια φιλοδοξία ανάδειξης του νέο φορέα σε καταλύτη και ρυθμιστή του πολιτικού σκηνικού.