Σταθερά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα διατήρησε η Τράπεζα της Αγγλίας τα επιτόκια, καθώς ο αντίκτυπος του Brexit είναι αρνητικός για την εσωτερική αγορά, παρά τα αρχικά θετικά αποτελέσματα στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω της πτώσης της λίρας.
Οι νέες προβλέψεις, για το υπόλοιπο του 2017 και το 2018 σκιαγραφούν επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών με τον τιμάριθμο να υπερβαίνει το ρυθμό αύξησης των μισθών, περιορίζοντας τις καταναλωτικές δαπάνες. Ταυτόχρονα, η αποδυνάμωση της λίρας και η ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη δημιουργούν συνθήκες ανασφάλειας ενόψει αποχώρησης από την ΕΕ.
Η αβεβαιότητα του Brexit έχει φοβίσει την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, και οι συντελεστές της τράπεζας της Αγγλίας αποφάσισαν, με ψήφους 6-2, την διατήρηση του επιτοκίου στο 0,25%. Ταυτόχρονα όμως, ο διοικητής της τράπεζας , Mark Carney, και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι επανέλαβαν το μήνυμα προς τις αγορές ότι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τις προσδοκίες των επενδυτών για την αύξηση του επιτοκίου μέσα στα επόμενα τρία χρόνια και ενδεχομένως μέσα στην επόμενη χρονιά.
Ωστόσο, οι προβλέψεις της Τράπεζας της Αγγλίας συνεχίζουν να υποθέτουν ομαλό Brexit και βασίζονται σε μια αύξηση των τιμών μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2018. Οι τωρινές προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη είναι 1,7% φέτος και 1,6% το 2018, από 1,9% και 1,7%.
Προβλέπεται επίσης μείωση των πραγματικών μισθών και τα 0,5% φέτος και βελτίωση των μέσω εβδομαδιαίων κερδών για το 2017, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από το ότι είχε θεωρηθεί.
Παρ’ όλη τη χαμηλή παραγωγικότητα, η Τράπεζα της Αγγλίας εξακολουθεί να θεωρεί πως η οικονομική ανάπτυξη είναι αρκετή για να δημιουργηθεί εγχώρια πληθωριστική πίεση και να κλείσει το κενό παραγωγής μέσα στην τριετία. Με στόχο πληθωρισμού το 2%, αυτός εκτιμάται πως θα κορυφωθεί τον Οκτώβριο στο 3% και επιβραδυνθεί στο 2,2% το 2020.