Σαφείς ενδείξεις αδυναμίας της οικονομίας της Ευρωζώνης καταγράφονται στους δείκτες τιμών και τον σύνθετο δείκτη Markit, συνθήκες που αναμένεται να αναγκάσουν την ΕΚΤ να διατηρήσει αμετάβλητα επιτόκια και τη ρητορική της, μετά το “άγχος” που δημιούργησε στις αγορές η ερμηνεία της προηγούμενης ανακοίνωσης.
Αδύναμες παραμένουν οι πληθωριστικές δυνάμεις στις χώρες της Ευρωζώνης, όπως διαπιστώνεται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παρά την ισχυροποίηση της ανάκαμψης, η ΕΚΤ αποφαίνεται ότι οι τιμές των καταναλωτικών προϊόντων εξακολουθούν να αυξάνονται με αργό ρυθμό, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη του πληθωρισμού.
«Οι πιέσεις στις τιμές των πρώιμων σταδίων της εφοδιαστικής αλυσίδας, δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμη στις τελικές τιμές των καταναλωτικών προϊόντων» εξηγεί, μεταξύ άλλων, η κεντρική τράπεζα.
Ως εκ τούτου, καταλήγει, ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υποτονικός, γεγονός το οποίο συνεπάγεται και τη διατήρηση του ρυθμού αύξησης των μισθών σε χαμηλά επίπεδα.
Επιβράδυνση εμφάνισε τον Ιούλιο ο σύνθετος οικονομικός δείκτης της Markit για τις χώρες της Ευρωζώνης, καθώς διαμορφώθηκε στις 55,7 μονάδες έναντι 56,3 μονάδων τον Ιούνιο.
Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι μηνών, παρά το γεγονός ότι ο δείκτης ΡΜΙ διατηρήθηκε άνω του τεχνικού ορίου των 50 μονάδων για 49o συνεχόμενο μήνα.
Οι αναλυτές ανέμεναν πτώση εν λόγω δείκτη στη 55,8 μονάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σύνθετος οικονομικός δείκτης παρέμεινε σε θετικό έδαφος σ’ όλους τους υπό εξέταση τομείς.
Μάλιστα, ο Ιούλιος ήταν ο δεύτερος συνεχόμενος μήνας, όπου μεταποίηση και υπηρεσίες βρέθηκαν άνω των 50 μονάδων σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Από τα στοιχεία προκύπτει ο πιο αδύναμος ρυθμός επέκτασης καταγράφηκε στον ιδιωτικό τομέα από και μάλιστα σημειώνοντας χαμηλό από τον Ιανουάριο, ενώ και η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό (ο δείκτης PMI στις 56,6 από 57,4 τον Ιούνιο), η δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών παρέμεινε αμετάβλητη στο πεντάμηνο, στο χαμηλό του Ιουνίου. Τα ισχυρότερα ποσοστά επέκτασης της παραγωγής παρατηρήθηκαν στην Ιρλανδία και την Ισπανία, ακολουθούμενα από την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία.