Πιο περίπλοκη καθίσταται πλέον η διαδικασία της επίλυσης του ζητήματος του ονόματος της πΓΔΜ, καθώς η προσέγγιση και η υπογραφή συμφώνου “καλής γειτονίας και συνεργασίας” με τη Βουλγαρία δεν είναι ανεξάρτητη από τις επιδιώξεις για το NATO, το όνομο και τις εμπορικές σχέσεις.
Η επίλυση μιας χρονίζουσας διαφοράς, κυρίως ιστορικής, μεταξύ των δυο χωρών είναι ενδεικτική της πολιτικής βούλησης και από τις δυο πλευρές αλλά και από το NATO και την ΕΕ για την ισχυροποίηση των ευρωατλαντικών δεσμών των Σκοπίων υπό τη νέα κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ.
Ωστόσο η κατάσταση αυτή δυσχεραίνει το περιθώριο ελιγμών της Αθήνας, εξασφαλίζει τη έξωθεν καλή μαρτυρία για τα Σκόπια και διασφαλίζει την ουδετερότητα της Βουλγαρίας σε μια πολιτική αντιπαράθεση Ελλάδας-πΓΔΜ.
Οι πρωθυπουργοί της ΠΓΔΜ και της Βουλγαρίας, Ζόραν Ζάεφ και Μπόικο Μπορίσοφ αντίστοιχα, υπέγραψαν, σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, στα Σκόπια, «σύμφωνο καλής γειτονίας και συνεργασίας» με την φιλοδοξία ότι θα ανοίξει νέα σελίδα στις σχέσεις των δύο χωρών, τις οποίες σκίαζαν εθνοτικές διαφορές ιστορικού χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό των επιπλοκών που θα ανακύψουν είναι το γεγονός ότι όπως μεταδίδουν τα media της Βουλγαρίας και της πΓΔΜ η συμφωνία υπεγράφη «στη “μακεδονική” γλώσσα, σύμφωνα με το Σύνταγμα της “Μακεδονίας” και στη βουλγαρική γλώσσα, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Βουλγαρίας».
Αν και η Βουλγαρία είναι η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την πΓΔΜ ως “Μακεδονία” το 1992 η νέα προσέγγιση αποδεικνύει την ισχυρή επιρροή του NATO επάνω στη Σόφια και παράλληλα αναδεικνύει νέους κινδύνους για τις διμερείς διαπραγματεύσεις, καθώς τα Σκόπια εξασφαλίζουν ένα νέο σύμμαχο στην περιοχή.
Το σύμφωνο προβλέπει, μεταξύ άλλων, στήριξη των ευρω-ατλαντικών επιδιώξεων της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εκ μέρους της Βουλγαρίας, συνεργασία σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, αναβάθμιση των συγκοινωνιακών συνδέσεων και των επικοινωνιών, απλούστευση των τελωνειακών και συνοριακών διαδικασιών, κατανομή κονδυλίων για περιφερειακά και διασυνοριακά έργα υποδομής, καθώς και διευκόλυνση των επαφών μεταξύ των πολιτών των δύο χωρών.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν από κοινού μετά την υπογραφή οι δυο πρωθυπουργοί αναφέρθηκαν στην σημασία της συμφωνίας.
«Κάναμε ένα ιστορικό βήμα προς τα εμπρός και ανοίξαμε τον δρόμο για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη των δύο χωρών. Η συμφωνία αποτελεί κοινή επιτυχία και συμβολή στην πολιτική σταθεροποίηση της περιοχής και ευρύτερα. Επιλέξαμε να ασκήσουμε πολιτική λύσεων και όχι προβλημάτων. Οι σχέσεις καλής γειτονίας είναι θέμα ωριμότητας και γι’ αυτό η συμφωνία συνιστά σημαντικό μήνυμα προς την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ότι οι χώρες έχουν πολιτικές ηγεσίες που οικοδομούν γέφυρες. Η Βουλγαρία από σήμερα είναι ακόμη μεγαλύτερος φίλος και σύμμαχος στην πορεία προς την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Ο λαός μου δικαίως θα είναι ευτυχής»
, δήλωσε ο Ζόραν Ζάεφ.
Ο Μπόικο Μπορίσοφ, από την πλευρά του, τόνισε:
«Θέλω να χαιρετίσω τον πρωθυπουργό Ζάεφ. Οι δύο χώρες, δίχως συντονιστές και μεσολαβητές, κατέληξαν στην απόφαση ότι η ειρήνη, η σύμπραξη και η καλή γειτονία είναι πιο σημαντικές απ’ οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι άνθρωποι λένε ότι, βλέποντας προς τα πίσω, θα σκοντάψεις και θα πέσεις. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να βλέπουμε προς τα εμπρός. Τα αποτελέσματα θα τα δείτε μετά από κάποιο διάστημα. Ο όρος “κοινή ιστορία” είναι ένας όρος που προσφέρει κοινή προοπτική και όχι διχασμούς».
Ο διεθνής παράγοντας χαιρέτισε και αυτός την συμφωνία. Η ύπατη εκπρόσωπος αρμόδια για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας της Ε.Ε. Φεντερίκα Μογκερίνι και ο αρμόδιος για τη διεύρυνση της Ε.Ε. επίτροπος Γιοχάνες Χαν, σε κοινή τους δήλωση, αναφέρουν μεταξύ άλλων πως η υπογραφείσα συμφωνία
«καταδεικνύει την αποφασιστικότητα των δύο πλευρών για υπέρβαση των διμερών ζητημάτων και αποτελεί έμπνευση για όλη την περιοχή»
Προσθέτουν δε, σύμφωνα με την ανακοίνωση, ότι η συμφωνία συνιστά
«θετικό βήμα προς τα εμπρός για τις σχέσεις καλής γειτονίας και ενισχύει την ευρωπαϊκή προοπτική της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, προς το συμφέρον των κατοίκων της».
Παρότι η Σόφια αναγνώρισε το 1992 πρώτη την ΠΓΔΜ, με την συνταγματική της ονομασία, επέμενε να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικής γλώσσας», θεωρώντας ότι πρόκειται για Βούλγαρους και βουλγαρικό ιδίωμα αντίστοιχα.