Στις αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ Βερολίνου, ΕΕ και ΔΝΤ για το χρέος και την ανάπτυξη εστίασε σε δηλώσεις του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μια ημέρα μετά το Eurogroup, ενώ στην “πλήρη” συμμετοχή του ΔΝΤ αναφέρθηκε η εκπρόσωπός του και στην προοπτική σταθεροποίησης και ανάκαμψης της Ελλάδας αναφέρθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ. Ωστόσο το ζήτημα της επανέγκρισης της συμφωνίας από την Ολομέλεια της Bundestag παραμένει στο επίκεντρο, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Τα σημεία αυτά σκιαγραφούν τη γερμανική οπτική για τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup και η οποία σύμφωνα με τον Γερανό υπουργό Οικονομικών δεν συνιστά ουσιαστική τροποποίηση της υπάρχουσας, που συνεπάγεται ότι δεν χρειαστεί επανέγκριση, σύμφωνα με την εκτίμηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επιστημονικό συμβούλιο της Bundestag είχε αποφανθεί ότι ακόμα και να μην συμμετάσχει το ΔΝΤ πάλι δεν γεννάται λόγος επανέγκρισης του προγράμματος από τη Ολομέλεια.
Η αρμόδια επιτροπή της Bundestag θα συνεδριάσει την επόμενη Τετάρτη, προκειμένου να εξετάσει τη χθεσινοβραδινή συμφωνία του Eurogroup για την Ελλάδα. Στο επίκεντρο της συνεδρίασης θα τεθεί ο ρόλος του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας, καθώς για τη Γερμανία η εμπλοκή του Ταμείου θεωρείται αναγκαία συνθήκη για την εκταμίευση της επόμενης δόσης.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σε δηλώσεις του μετά το Ecofin επισήμανε ότι οι διαφορές μεταξύ των πιστωτών για το χρέος δεν έχουν λειανθεί, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συμφωνία αφορούσε κυρίως την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης και όχι την ουσία της ελάφρυνσης χρέους.
«Υπάρχουν αποκλίσεις ανάμεσα σε Γερμανία, Ε.Ε. και ΔΝΤ, σχετικά με τις προοπτικές βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους»
τόνισε, ενδεικτικά, μετά το τέλος της συνεδρίασης του Ecofin, στο Λουξεμβούργο.
Την ίδια ώρα, ο ίδιος εξέφρασε την ελπίδα το τρέχον πρόγραμμα βοήθειας να είναι και το τελευταίο για την Ελλάδα, ενώ εκτίμησε ότι η χώρα θα χρειαστεί λιγότερα χρήματα από ό,τι αρχικώς είχε υπολογιστεί (86 δισ. ευρώ).
«Η Ελλάδα έχει συμφωνήσει στην υλοποίηση μίας σειράς μέτρων»
έσπευσε να προσθέσει, επίσης, χαιρετίζοντας την υλοποίηση του «φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού προγράμματος» της ελληνικής κυβέρνησης.
Σχετικά με την αναγκαιότητα έγκρισης της συμφωνίας από το γερμανικό Κοινοβούλιο, διευκρίνισε ότι η χθεσινή συμφωνία δεν συνιστά ουσιαστική τροποποίηση του προγράμματος. Σε κάθε περίπτωσης, πάντως, εκτίμησε ότι «αν η Bundestag καλούνταν να εγκρίνει τη συμφωνία, φοβάμαι ότι θα έχουμε νέα αβεβαιότητα στις αγορές».
Τη συμφωνία του Eurogroup επιδοκίμασε και ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης, Στέφεν Ζάιμπερτ. «Είμαστε χαρούμενοι καθώς η συμφωνία μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα να καταστεί πιο ανταγωνιστική και να σταθεί στα πόδια της» ανέφερε, μεταξύ άλλων, κάνοντας ειδική μνεία και στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών αναφέρθηκε στη συμφωνία για την παραμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο ελληνικό πρόγραμμα, κάνοντας λόγο για «πλήρη συμμετοχή» του Ταμείου.
Οι ερειστικοί
Ο Κρίστιαν φον Στέτεν, που εκφράζει τη σκληροπυρηνική πτέρυγα των Χριστιανοδημοκρατών στο ελληνικό ζήτημα και ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει καταψηφίσει όλα τα πακέτα στήριξης της Ελλάδας πλην του πρώτου, επικρίνει σφόδρα τη χθεσινή απόφαση, τονίζοντας ότι εξακολουθεί να μην διασφαλίζεται η συμμετοχή του ΔΝΤ που όμως αποτέλεσε τη βάση της απόφασης της Bundestag για την Ελλάδα το 2015.
«Δεν αρκεί να συμμετέχει συμβολικά το ΔΝΤ ή να κάθεται στο τραπέζι, αλλά πρέπει να εμβάζει και χρήματα»,
είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk. Όπως σημείωσε, το πλαίσιο της απόφασης της γερμανικής Βουλής από το 2015 είναι «σαφές» και υπό αυτή την έννοια το ΔΝΤ θα πρέπει να συμμετάσχει «άμεσα».
Με την ίδια επιχειρηματολογία ο βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών και ειδικός σε θέματα Προϋπολογισμού Γιοχάνες Καρς προαναγγέλλει μέσω του Reuters ότι θα εισηγηθεί στην κοινοβουλευτική του ομάδα να συζητηθεί η αποφασισθείσα εκταμίευση αλλά και το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στην Ολομέλεια της Bundestag.
«Πιστεύω ότι αυτό δεν πρέπει να το κάνει η επιτροπή Προϋπολογισμού, αλλά η Ολομέλεια»